Αποστολή της KDK είναι η παροχή παραδοσιακών και ηλεκτρονικών υπηρεσιών πληροφοριακού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού και ψυχαγωγικού περιεχομένου, με σκοπό την ενίσχυση της κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων της Καλαμπάκας
Εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις πραγματοποιούνται στο χώρο της Βιβλιοθήκης, στις κοινότητες του Δήμου Μετεώρων, αλλά και σε πανελλαδικό και διεθνές επίπεδο.
Αποστολή της KDK είναι η παροχή παραδοσιακών και ηλεκτρονικών υπηρεσιών πληροφοριακού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού και ψυχαγωγικού περιεχομένου, με σκοπό την ενίσχυση της κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων της Καλαμπάκας
Εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις πραγματοποιούνται στο χώρο της Βιβλιοθήκης, στις κοινότητες του Δήμου Μετεώρων, αλλά και σε πανελλαδικό και διεθνές επίπεδο.
[00:01] Σ.Ν. Καλησπέρα, βρισκόμαστε στην Καστανιά Καλαμπάκας από τη Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας, είμαι η Νικολέττα Σιώρη, Βιβλιοθηκονόμος, μαζί με τον συνεργάτη Δημήτρη Μακρή, μαζί μας είναι ο κύριος
[00:17] Κ.Σ. Σίμος
[00:18] Σ.Ν. Το επίθετό σας;
[00:19] Κ.Σ. Κουσαΐτης
[00:21] Σ.Ν. Και πότε έχετε γεννηθεί παρακαλώ;
[00:24] Κ.Σ. Έχω γεννηθεί το 1961
[00:26] Σ.Ν. Ωραία, θα μας πείτε λίγα λόγια για την Καστανιά;
[00:31] Κ.Σ. Θα σας πω ακριβώς αυτά που έχω ζήσει από τη δεκαετία του ’60 που γεννήθηκα μέχρι τη δεκαετία του ’80 που είναι η μεγάλη αλλαγή της Καστανιάς. Κατ’ αρχάς να σας καλωσορίσω στο χωριό μας και να πούμε ότι βρισκόμαστε αυτή την στιγμή στη θέση Στίλος, όπου υπάρχει και ομώνυμη βρύση, αυτή που βλέπουμε πίσω μας. Η βρύση είναι του Στίνου, βέβαια η αρχική της μορφή δεν είναι αυτή που βλέπουμε σήμερα, ήταν εντελώς διαφορετική, δεν υπήρχε ο δρόμος, υπήρχε ένα μονοπάτι το οποίο μονοπάτι συνέδεε το χωριό με το χώρο του σημερινού γηπέδου βέβαια τότε ήταν το παλιό φυτώριο του δασαρχείου και φυσικά με το εξωκκλήσι της Αγίας Τριάδος. Ο χώρος εδώ όπως τον βλέπουμε σήμερα δεν ήταν τόσο, δεν είχε αυτό το πλάτωμα ήταν πολύ πιο στενός αλλά ήταν χώρος αναψυχής για την νεολαία της Καστανιάς. Μην ξεχνάμε ότι εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν πολλά, δεν είχαν πολλές επιλογές οι νέοι άρα λοιπόν ξεφεύγανε με εκδρομές συνήθως σε σημεία και μέρη που υπήρχαν πηγές για να ψήσουνε, να καλαμπουρίσουνε και να τραγουδήσουν. Η βρύση όπως μαρτυράει και η αρχική πλάκα στην οποία είναι χαραγμένη η χρονολογία χτίστηκε το 1888. Μετέπειτα βέβαια έγινε επέμβαση από το δασαρχείο άλλαξε όλη της η μορφή, βέβαια δεν ξέρω σε άλλους αρέσει σε άλλους δεν αρέσει όπως είναι σήμερα η εικόνα. Η ονομασία της πιθανόν από ότι λένε οι παλαιότεροι την πήρε από την λέξη σίνου που στα βλάχικα σημαίνει στήθος, από το γυναικείο στήθος, δηλαδή επειδή ανέβλυζε από δύο σημεία το νερό και έδινε ζωή όπως ακριβώς το μητρικό γάλα δίνει ζωή στο νεογέννητο. Αυτή είναι η πιθανότερη εκδοχή από ότι λένε και οι παλαιότεροι για την ονομασία της δεν νομίζω να υπάρχει κάποια άλλη. Το νερό βέβαια που βλέπουμε και σήμερα είναι ακριβώς το ίδιο χειμώνα-καλοκαίρι σημαίνει ότι οι πηγές είναι πολύ μακρινές και από μέρη τα οποία δεν επηρεάζονται από τις καιρικές συνθήκες, τις ξηρασίες και την κλιματική αλλαγή. Το νερό που βλέπουμε δεν έχει καμία σχέση παρόλο που είναι πολύ κοντά με το υδραγωγείο. Το νερό του υδραγωγείου της Καστανιάς έχει εντελώς διαφορετικά συστατικά από ότι έχουν κάνει μια ανάλυση. Αυτά για την περιοχή του Στίνου.
[03:17] Σ.Ν. Παλαιότερα μας αναφέρατε ότι ήταν τόπος συνεύρεσης των νέων εδώ πέρα
[03:22] Κ.Σ. Ακριβώς
[03:24] Σ.Ν. Τόπος ψυχαγωγίας, για ποιόν άλλο λόγο ήταν σημαντική αυτή η τοποθεσία;
[03:30] Κ.Σ. Κατ’ αρχάς πρέπει να τονίσουμε και να το ξέρετε ότι στα χωριά παλιά όπου υπήρχε πηγή και βρύση ήταν ζωτικής σημασίας γιατί οι καλλιέργειες στα χωριά εκείνα τα χρόνια ήταν πάρα πολύ μεγάλες και η βιωσιμότητα των κατοίκων του χωριού εξαρτώνταν από τις πηγές που υπήρχαν γύρω από το χωριό, γι’ αυτό και τις πρόσεχαν πάρα πολύ. Μην ξεχνάμε εξάλλου ότι η Καστανιά φημίζονταν και φημίζεται για τα πολύ ωραία της φασόλια άρα λοιπόν καταλαβαίνετε ότι για να ποτιστούν όλοι αυτοί οι κήποι που υπήρχαν στην περιοχή μας θέλανε μεγάλη σημασία και προσοχή δηλαδή ήταν ιερό πράγμα το να προσέχεις αυτό που λέμε νερό που σήμερα όντως είναι αναγκαίο για όλο τον κόσμο τότε ήταν ακόμη περισσότερο γιατί μην ξεχνάτε ένα πάλι βασικό πράγμα ότι τότε δεν υπήρχαν στα σπίτια όπως είναι σήμερα η κατάσταση δηλαδή να έχουμε το νερό στη βρύση έπρεπε το νερό για να έρθει στο σπίτι μας να υπάρχει το αυλάκι και ο κόσμος να χρησιμοποιεί το νερό με τα λεγόμενα γκιούμια [είδος μπρικιού ή κανάτας ] να μεταφέρει το νερό στο σπίτι για να πλύνει τα πιάτα ή να μαγειρέψει ή οτιδήποτε άλλο.
[04:45] Σ.Ν. Οπότε ήταν μεγάλης σημασίας για τους κατοίκους από εδώ ανεφοδιαζόντουσαν. Ξέρετε από ποιο σημείο προέρχεται αυτή η πηγή;
[04:56] Κ.Σ. Ακριβώς όχι, αυτό που ξέρουμε είναι ότι η πηγή είναι στο σημείο που βλέπουμε τώρα από ποιο μέρος του βουνού κατεβαίνει δεν το ξέρει κανείς εξάλλου όλο αυτό το βουνό που έχουμε πίσω μας έχει πάρα πολλές πηγές οπότε
[05:10] Σ.Ν. Συγνώμη που σας διακόπτω ποιο ακριβώς βουνό είναι;
[05:13] Κ.Σ. Βρισκόμαστε ακριβώς στην περιοχή της Πίνδου όπως γνωρίζετε άρα λοιπόν η περιοχή που βλέπουμε πίσω μας είναι το τριαντάφυλλο, το λεγόμενο βασιλικό δάσος και εδώ είναι το δάσος της Καστανιάς με τις περίφημες καστανιές γι’ αυτό και εξάλλου πήρε το όνομα της από την καστανιά.
[05:31] Σ.Ν. και το βασιλικό δάσος;
[05:32] Κ.Σ. Το βασιλικό δάσος είναι μια άλλη ιστορία, την οποία πρέπει να ακούσουμε. Εκείνα τα χρόνια οι προύχοντες, διοικούντες της Καστανιάς σαν γνήσιοι βλάχοι είχαν και μια πονηριά πάνω τους για να καταφέρουν να γίνει ο δρόμος αμαξωτός όπως λέγανε από την Καλαμπάκα μέχρι την Καστανιά χρειαζόντουσαν φυσικά πάρα πολλά χρήματα. Κάποιος που είχε την πληροφορία ότι ο Βασιλιάς Γεώργιος ήταν δεινός και μανιώδης κυνηγός σκεφτήκαν όταν επισκέφθηκε ο Βασιλιάς τα Τρίκαλα να τον πλησιάσουν και να του κάνουν την εξής πρόταση, να του κάνουν δώρο το κοινοτικό δάσος της Καστανιάς και να μπορεί να έρχεται να κυνηγάει. Εκείνος το δέχτηκε βέβαια με ποια προϋπόθεση ότι θα τους υποσχεθεί ότι θα φτιαχτεί ο δρόμος από την Καλαμπάκα μέχρι την Καστανιά αμαξωτός. Εκείνος το δέχθηκε, σε μερικά χρόνια σε κανα δύο χρόνια έγινε ο δρόμος από την Καλαμπάκα μέχρι την Καστανιά. Οι Καστανιώτες τήρησαν τον λόγο τους, ονόμασαν το δάσος βασιλικό βέβαια δεν ήρθε ποτέ να κυνηγήσει και μετά από μερικά χρόνια ξαναεπέστρεψε το δάσος στην κοινότητα Καστανιάς. Βέβαια η ονομασία υπάρχει για πολλούς λόγους. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
[06:48] Σ.Ν. Κατανοητό
[06:51] Κ.Σ. Και μάλιστα οι Καστανιώτες όταν επισκέφθηκαν τα Τρίκαλα τότε ήταν μια απόσταση αρκετά μεγάλη. Φανταστείτε ότι μέχρι την Καλαμπάκα υπήρχε δρόμος και από εκεί μέχρι τα Γιάννενα ας πούμε. Από την Καλαμπάκα και πάνω στα χωριά ήταν μόνο με τα μουλάρια και τα άλογα. Όταν πήγαν στα Τρίκαλα οι Καστανιώτες λένε ότι άκουσαν από μερικούς Τρικαλινούς που πρώτη φορά έβλεπαν αυτοκίνητο να μιλάνε και να λένε στα βλάχικα ότι είδαν ένα κάρο ακριβώς θα το πω στα βλάχικα «σκοτιά φουμ ντε λα γκουρ» δηλαδή έβγαζε καπνό από τον κώλο και εννοούσαν την εξάτμιση. Ακούγεται λίγο υπερβολικό αλλά ήταν μια πραγματικότητα κάποιος που ζούσε σ’ ένα βουνό πάνω και δεν είχε συναντήσει αυτοκίνητο μαθημένος από τα κάρα είδε αυτό το πράγμα και φυσικά του φάνηκε παράξενο και εντυπωσιάστηκε. Αυτά ως προς την περιοχή μας.
[07:57] Κ.Σ. Οι κάτοικοι του χωριού εκτός από την παραγωγή κηπευτικών φημιζόταν η περιοχή της Καστανιάς, φυσικά και για τα πολύ ωραία καρύδια τα οποία ήταν ανάρπαστα στην αγορά των Τρικάλων, είχαν πάρα πολύ αναπτυγμένη την κτηνοτροφία, η οποία ήταν συνήθως κυρίως κατσίκια λόγω της περιοχής. Απέναντι στο βουνό που βλέπουμε, στην Κουρούνα, τους μήνες από την Άνοιξη μέχρι το Φθινόπωρο άσπριζε ο τόπος από τα πολλά ζώα γιατί υπήρχαν μεγάλες οικογένειες κτηνοτροφικές που ο αριθμός των ζώων ξεπερνούσε τα χίλια (1000) και παραπάνω κεφάλια όπως τα λέγανε εκείνη την εποχή. Συγκεκριμένα στο χωριό υπήρχαν δύο (2) τσοπάνηδες, οι οποίοι ο ένας είχε το δικαίωμα κάτι σαν ένα είδος δημοπρασίας γινότανε στα καφενεία ποιος θα ζητήσει τα λιγότερα για να έχει το δικαίωμα να βοσκήσει τα οικόσιτα ζωντανά που είχαν οι οικογένειες των Καστανιωτών, οι οποίες οικογένειες είχαν η κάθε μια από πέντε-έξι κατσίκια για τις ανάγκες του σπιτιού. Πέρα όμως από τον βοσκό που είχε τα κατσίκια του χωριού υπήρχε και άλλος ένας ο οποίος έπαιρνε τα δικά του και αυτωνών οι οποίοι δεν θέλανε να τα δώσουν με κανένα μίσθωμα ας πούμε στον τσοπάνη του χωριού. Βέβαια μιλάμε για ένα μεγάλο αριθμό και αυτό που μου έχει μείνει χαρακτηριστικά στο μυαλό μου σαν εικόνα ήταν οι καβγάδες που γινόντουσαν στα καφενεία ποιος θα δώσει την καλύτερη τιμή, όπως και η εικόνα των μικρών κατσικιών γιατί γεννιόταν έξω την ημέρα που βόσκαγε κάποιος το ζωντανό μπορεί να γεννούσε εκείνη την ώρα άρα λοιπόν ο τσοπάνης έφερνε στον λεγόμενο τορβά [σακίδιο πλεκτό ή υφαντό από χοντρό μάλλινο ύφασμα, συνήθως πολύχρωμο, το οποίο κρέμεται στον ώμο για τη μεταφορά τροφίμων στην εργασία ή κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας ] το νεογέννητο και πηγαίνοντας στο σπίτι θα έπαιρνε και κάτι σαν αυτό που λέμε μια μικρή ανταμοιβή. Είναι εικόνες οι οποίες θυμίζουν εποχές πολύ παλιές αλλά σίγουρα ήταν η πραγματικότητα του χωριού. Έτσι ήταν η ζωή στο χωριό.
[10:24] Σ.Ν. Σε ποια εποχή;
[10:25] Κ.Σ. Μιλάμε πάντα για την δεκαετία του ’60 – ’70 έως και το ’80
[10:30] Σ.Ν. Τι αμοιβές έπαιρναν οι τσοπάνηδες εκείνη την εποχή;
[10:36] Κ.Σ. Να σας εξηγήσω ότι οι τιμές που ήταν γύρω στις 60 δραχμές από την κάθε οικογένεια βέβαια ακούγεται ένα ποσό για σήμερα γελοίο αλλά τότε για εκείνον τον άνθρωπο που έκανε αυτή την δουλειά ήταν ένα ποσό με το οποίο ζούσε την οικογένειά του γιατί παράλληλα με αυτά τα ζώα είχε και τα δικά του, άρα λοιπόν έκανε και τη δουλειά του σαν τσοπάνης αλλά παράλληλα είχε και τα δικά του ζωντανά και με αυτό τον τρόπο μπορούσε να ζήσει την οικογένειά του.
[11:06] Σ.Ν. Μπορείτε να μας δώσετε ένα παράδειγμα; Τι αξία είχαν οι 60 δραχμές με τα φετινά δεδομένα ή εκείνη την εποχή τι αγόραζαν;
[11:18] Κ.Σ. Θα σας πω το εξής ο καφές στο καφενείο του πατέρα μου είχε πενήντα (0,50) λεπτά της δραχμής έτσι; Μην μπερδεύουμε τα πενήντα (50) λεπτά του ευρώ. Το λάδι είχε μιάμιση (1.50) δραχμή, το κρέας το πιο ακριβό είδος και μην σας φανεί παράξενο ήταν τα φασόλια. Εκείνη την εποχή τα φασόλια ήταν ακριβότερα από το κρέας της περιοχής μας τα φασόλια και ήταν τόσο περιζήτητα που αν δεν είχες παραγγείλει από την προηγούμενη χρονιά σίγουρα δεν θα έβρισκες, διότι φημιζόταν η Καστανιά λόγω του νερού γιατί δεν ήταν μόνο ο σπόρος που θα μπορούσε οποιοσδήποτε να το πάρει και να το καλλιεργήσει αλλού, το χώμα και φυσικά τα νερά. Δηλαδή τα φασόλια ήταν πολύ λεπτόφλουδα να μην λέμε ήταν ακόμη και σήμερα που παράγουν είναι και πολύ βραστερά και φυσικά πάρα πολύ νόστιμα. Και όχι μόνο τα φασόλια έτσι; Και όλα τα άλλα είδη διότι η Καστανιά είχε και πολλή μεγάλη παραγωγή στα μήλα μια ποικιλία μήλων που υπήρχε τότε μόνο στα ορεινά και ήταν και η Καστανιά μέσα σε αυτά τα χωριά τα λεγόμενα σκούπια μήλα τα οποία διατηρούνταν χωρίς να χρειάζονται κάποια ιδιαίτερη φροντίδα και όλα αυτά ήταν περιζήτητα λόγω της ποιότητας.
[12:48] Σ.Ν. Ήταν ευνοϊκές οι συνθήκες
[12:50] Κ.Σ. Οι συνθήκες, πολλή υγρασία στο έδαφος, πάρα πολλά νερά για να μπορούν να ποτίζονται. Στο μεταξύ όλα τα σπίτια είχαν κήπο, δεν υπήρχε σπίτι χωρίς κήπο. Κήπο για να πουλήσουν και κήπο για το σπίτι γιατί έπρεπε να ζήσουν το χειμώνα δηλαδή ότι παρήγαγαν, ότι έβγαζε δεν πήγαινε τίποτα χαμένο, θα είχε το καλαμπόκι από το οποίο θα έφτιαχνε αλεύρι για να έχει για το χειμώνα, θα έβγαζε καλαμπόκι να έχει για να ταΐσει τις κότες, από τις κότες θα έπαιρνε το αυγό, θα έπαιρνε και την κότα να την μαγειρέψει και πάμε λέγοντας. Από την κατσίκα θα έπαιρνε το μαλλί για να το δουλέψει στον αργαλειό να φτιάξει τα μάλλινα, θα έπαιρνε το γάλα να φτιάξει το τυρί και φυσικά το κρέας και το Πάσχα θα έπαιρνε το κατσικάκι για να το σφάξουνε να κάνουν την γιορτή του Πάσχα για να το πουλήσουν. Υπήρχε μια αλυσίδα για όλα και δεν πήγαινε τίποτα χαμένο, πάντα υπήρχε κάτι το οποίο το χρησιμοποιούσαν.
[13:52] Σ.Ν. Πόσες οικογένειες περίπου ζούσαν την εποχή εκείνη εδώ;
[13:57] Κ.Σ. Για τα χρόνια που μιλάμε οι οικογένειες ήταν πάνω από 300 και αν σκεφθούμε, κάνουμε την αναλογία ότι κάθε οικογένεια ήταν τότε μιλάμε για οικογένειες 5μελής από 5 μέλη και πάνω καταλαβαίνετε πόσα ήταν τα άτομα στο χωριό. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε και από το εξής ότι στο δημοτικό σχολείο όταν ήμουν εγώ πρώτη δημοτικού και δευτέρα οι μαθητές ήταν γύρω στους 100. Υπήρχε το διθέσιο δημοτικό σχολείο ίσες τάξεις σε κάθε αίθουσα, δύο (2) δάσκαλοι και υπήρχε το νηπιαγωγείο σε άλλο κτίριο που και οι μαθητές στο νηπιαγωγείο ήταν πάρα πολλοί για εκείνη την εποχή που σημαίνει ότι υπήρχε ζωή στο χωριό εκείνη την εποχή. Υπήρχε νεολαίο βέβαια άρχισε η φθίνουσα κατάσταση μετά το ’70-’75 όταν άρχισαν να φεύγουν αρκετοί μετανάστες στην Γερμανία και όταν αρχίσαν σιγά σιγά οι μαθητές τελειώνοντας το δημοτικό να θέλουν να πάνε στο Γυμνάσιο, δεν υπήρχε Γυμνάσιο στην περιοχή μας, το πιο κοντινό Γυμνάσιο υπήρχε στην Καλαμπάκα άρα λοιπόν οι οικογένειες που ήθελαν οι μαθητές να προχωρήσουν θα έπρεπε ή να ακολουθήσουν το παιδί στην πόλη ή να έχουν κάποιο συγγενή να φιλοξενεί το παιδί. Γι’ αυτό πολλά παιδιά, υπήρχε στα Τρίκαλα και νομίζω μέχρι τα τελευταία χρόνια μέχρι το 1995 υπήρχε το οικοτροφείο στους Αγίους Αναργύρους που αναπλήρωνε τις ανάγκες των οικογενειών που δεν μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους για σπουδές. Όταν λέμε σπουδές όχι για ανώτατα επίπεδα αλλά για το Γυμνάσιο και το Λύκειο μετέπειτα. Υπήρχε φτώχεια και αυτό το καταλάβαινες με την πρώτη ματιά βέβαια από την μια υπήρχε φτώχεια ως προς το να μπορέσουν τα αγοράσουν κάτι αλλά ως προς το φαγητό είχαν τα πάντα έστω το λίγο αλλά το είχαν γιατί κάθε οικογένεια έκανε κουμάντο για το σπίτι της δεν υπήρχε όπως σας είπα πριν κάτι να μην παράγει, έφτιαχνε τον τραχανά, έφτιαχνε τις χυλόπιτες τα πάντα με λίγα λόγια. Άρα λοιπόν το φαγητό δεν έλειπε, ήταν βέβαια μικρές οι ποσότητες, το κρέας ήταν ένα είδος το οποίο δεν είχαν σε καθημερινή βάση ίσως να ήταν και καλύτερα ξέρω εγώ; Αλλά φυσικά το είχανε εντάξει δύσκολες εποχές αλλά επειδή ο κόσμος είχε μάθει να ζει έτσι ίσως και επειδή δεν είχε γνωρίσει το καλύτερο ίσως να μην τους κακοφαινόταν. Βέβαια η δυσκολία ήταν δυσκολία δεν αλλάζει κάτι. Μην ξεχνάμε όμως ότι μέσα από τις δυσκολίες η Καστανιά ανέδειξε πάρα πολλούς επιστήμονες, οι οποίοι παρόλο την φτώχεια και επειδή βλέπανε τι τραβούσαν οι γονείς τους. Μιλάμε τώρα για, γεννήθηκα το 1961 λοιπόν από το τέλος του εμφυλίου μιλάμε για πολύ μικρή διαφορά σε χρόνια δηλαδή δεν ήταν 100 χρόνια μετά μιλάμε για 10-15 χρόνια μετά την λήξη του εμφυλίου άρα λοιπόν η δυστυχία υπήρχε παντού, η φτώχεια υπήρχε παντού και οι νέοι σαν όραμα είχαν να φύγουν αλλά όχι να φύγουν με την έννοια μόνο και μόνο να φύγουν να προκόψουν, να προοδεύσουν και όντως έτσι έγινε γι’ αυτό και πάρα πολλοί Καστανιώτες και όχι μόνο αλλά επειδή αναφερόμαστε για την Καστανιά προόδευσαν πάρα πολύ και στα γράμματα, επιστήμονες κλπ και στο εμπόριο, το καλό όμως ότι πάντα το μυαλό τους ήταν στο χωριό, επιστρέφανε, ερχόταν το καλοκαίρι, οι οικογένειες τους εξακολουθούσαν να ζούνε εδώ και οι ίδιοι έφτιαξαν σπίτια δηλαδή άρχισε να επιστρέφει η νεολαία πάλι πίσω και να υπάρχει αυτή η συνέχεια για το χωριό μας.
[18:19] Σ.Ν. Λόγω του ότι προϋπήρξε ένα ολοκαύτωμα το 1943 οι οικογένειες που υπήρχαν την εποχή που μας εξιστορείτε ήταν απόγονοι αυτών των ανθρώπων ή ήταν και από τις γύρω περιοχές;
[18:31] Κ.Σ. Όχι μόνο απόγονοι και οι ίδιες οι οικογένειες γιατί εντάξει ένας αριθμός οικογενειών έφυγαν, μεταναστεύσαν στο εξωτερικό, οι υπόλοιποι κατέβηκαν σε άλλες πόλεις διότι όπως είπα και πριν ήταν μεγάλο το κακό που συνέβη στα μέρη μας, μεγάλη καταστροφή, υπήρχε μεγάλη φτώχια. Θα σας πω ένα παράδειγμα ότι εμείς σαν μαθητές στο σχολείο υπήρχε συσσίτιο που μας σίτιζαν δηλαδή μπορούμε και σήμερα να σας δείξουμε το χώρο στον οποίο υπήρχε το συσσίτιο και κάθε πρωί και μεσημέρι θα περνούσαμε από εκεί για να φάμε. Εγώ έκανα 40 χρόνια να ξαναφαω πλιγούρι επειδή το είχαμε σε καθημερινή βάση το οποίο ήταν πάρα πολύ υγιεινό αλλά επειδή το είχαμε κάθε μέρα μην φανταστείτε ότι είχαμε κρέατα. Αυτό ήταν ένα δείγμα της δυσκολίας που είχαν οι οικογένειες με 3 και 4 παιδιά. Εμείς ήμασταν 3 αδέρφια, 3 παιδιά δηλαδή άρα καταλαβαίνετε συν τους γονείς συν τους παππούδες 7 μέλη σε μια οικογένεια καταλαβαίνετε ότι υπήρχε μια δυσκολία η οικογένεια αυτή να μπορέσει να ανταπεξέλθει οικονομικά και αυτό δεν συνέβαινε μόνο στην οικογένεια μου συνέβαινε σε όλες τις οικογένειες γιατί ο πόλεμος είναι πόλεμος, ο εμφύλιος είναι εμφύλιος άρα λοιπόν υπήρχε δυσκολία και μέσα από αυτή την δυσκολία ευτυχώς που κατάφεραν οι άνθρωποι και ορθοπόδησαν. Πάρα πολύ δύσκολα χρόνια είναι αυτό που λέμε πολλές φορές να μην έρθουν ποτέ. Εμείς σαν νεότερη γενιά δεν ζήσαμε πόλεμο αλλά ζήσαμε τις συνέπειες είναι πως λέμε γίνεται ο σεισμός, υπάρχει και ο μετασεισμός. Μετά από ένα πόλεμο, μετά από ένα εμφύλιο δεν σταματάνε τα πάντα μονομιάς υπάρχει για σειρά ετών η δυστυχία του ότι δεν μπορούν να επουλωθούν όλα αυτά να ξεχαστούν, η φτώχεια είναι φτώχεια. Προχωράμε παρακάτω.
[20:59] Έλεγα το εξής ότι κάποια πράγματα τα οποία σήμερα τα ακούμε μας φαίνονται τόσο αστεία και τόσο απίστευτα που λέμε αποκλείεται να συνέβησαν και θυμήθηκα ένα περιστατικό το οποίο μου το θύμισε ένα τραγούδι που λέει ο Πάριος «τον χρόνο μόνο μια φορά κρεμάνε τους βαλέδες» τι εννοεί; Ο πατέρας μου είχε ένα καφενείο, Μεγάλη Παρασκευή απαγορευόταν κάθε είδους χαρτοπαιξία, ντόμινο ή τάβλι στο καφενείο σε ένδειξη πένθους και κρέμαγε στο κέντρο του καφενείου το βαλέ και το πούλι από το ντόμινο σε ένδειξη πένθους για την Μεγάλη Παρασκευή. Και μου ήρθε αυτή η εικόνα και το έλεγα στα παιδιά μου και μου έλεγαν αν είναι δυνατόν μετά από τόσα χρόνια να ακούμε σε στίχο «το χρόνο πάντα μια φορά κρεμάνε τους βαλέδες». Φοβερή εικόνα και με πολλή μεγάλη σημασία για την εποχή που σημαίνει ότι σεβόντουσαν τα πάντα άσχετα να δεν το πίστευαν γιατί πολλά πράγματα τα ακολουθούσαν με ευλάβεια βέβαια υπήρχε ένας σεβασμός για όλα τα ήθη και έθιμα. Η ευλάβεια ίσως καμιά φορά να ήταν και από την ανάγκη που είχαν οι άνθρωποι να πιστέψουν κάπου ώστε να μπορέσουν μέσα από αυτή την πίστη να πιαστούν από κάτι. Το σημαντικότερο και αυτό που δεν είπα και πριν τότε ο εκκλησιασμός μια που μιλάμε για πίστη και θρησκεία ήταν υποχρεωτικός για τα παιδιά, για τους μαθητές του σχολείου και μάλιστα γινόταν συντεταγμένα δεν πήγαινε ο κάθε μαθητής ότι ώρα ήθελε. Πηγαίναμε στο δημοτικό σχολείο, μπαίναμε σε τριάδες και ακολουθώντας το δρόμο πηγαίναμε σε μια από τις δύο εκκλησίες που λειτουργούσαν εκ’ περιτροπής, η μια την μια Κυριακή η άλλη την άλλη. Πάντα ένας από τους μαθητές θα έλεγε το Πιστεύω ή το Πάτερ Υμών όποιο ήθελε ο καθένας και ήταν υποχρεωτικός και ο εκκλησιασμός και το κατηχητικό, το οποίο γινόταν κάθε Τετάρτη γιατί τότε μην ξεχνάμε ότι το σχολείο λειτουργούσε πρωί-απόγευμα και Σάββατο έτσι; Μην το ξεχνάμε αυτό, μόνο το Σάββατο το απόγευμα δεν είχαμε σχολείο. Ένα άλλο που θα πω αν και το κρατούσα να το πω στο σχολείο, οι μαθητές τα αγόρια κυρίως κάθε πρωί το χειμώνα έπρεπε να κουβαλάνε στη μασχάλη τους και από ένα ξύλο για τις ανάγκες θέρμανσης του σχολείου αλλά μόνο τα αγόρια.
[23:43] Κ.Σ. Βρισκόμαστε στο χώρο του προαυλίου του πρώην δημοτικού σχολείου Καστανιάς και πίσω μας έχουμε μια άποψη από το χωριό. Θα παρατηρήσουμε ότι φαίνεται πίσω μας ακριβώς η γειτονιά της Αγίας Φωτίας και από την άλλη πλευρά είναι η γειτονιά του Αγίου Αθανασίου μια από τις μεγαλύτερες γειτονιές της Καστανιάς με πάρα πολύ κόσμο χειμώνα-καλοκαίρι και όλα τα χρόνια. Παρατηρούμε φυσικά ότι βλέπουμε πάρα πολύ πράσινο αυτό είναι ένα δείγμα ότι στο χωριό μας εκτός από την κτηνοτροφία και τα οπωροκηπευτικά που αναφέραμε πριν, υπήρχε και πολλή μεγάλη απασχόληση των κατοίκων με την ξυλεία. Μην ξεχνάμε ότι στην Καστανιά λειτουργούσαν, βέβαια και σήμερα λειτουργούν δύο από τις μεγαλύτερες μονάδες επεξεργασίας ξύλου για εκείνα τα χρόνια απασχολούσαν πάρα πολύ κόσμο με φούρνους για τα ξύλα, να φουρνίζουν τα ξύλα που σημαίνει ότι δεν ήταν απλά μια μονάδα η οποία έκανε απλά ας πούμε μια επεξεργασία ξύλου ήταν μια μονάδα, η οποία έκανε με όλα τα μέσα που υπήρχαν εκείνη την εποχή την επεξεργασία του ξύλου. Αυτό σαν αποτέλεσμα είχε ότι η Καστανιά απασχολούσε πάρα πολλούς από τους κατοίκους και σε αυτό τον τομέα. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε ότι αυτά τα ξύλα για να κατεβούν εκείνα τα χρόνια από τα βουνά χρειαζόντουσαν και τα κατάλληλα μέσα δεν υπήρχαν οι φορτωτές που υπάρχουν σήμερα και τα μηχανήματα ώστε να μπορέσει να γίνει η μεταφορά της ξυλείας από το δάσος άρα γινόταν με τους κενατζήδες, οι οποίοι είχαν ειδικά μουλάρια και στην Καστανιά υπήρχε ο Δασικός Συνεταιρισμός Καστανιάς, ο οποίος αποτελούνταν από πολλά άτομα και το κάθε άτομο είχε τουλάχιστον από 10-15 ειδικά μουλάρια για να κάνει αυτή την δουλειά, να σέλωναν τα ξύλα και να τα κουβαλάνε στο δρόμο και από εκεί να γίνει μεταφορά με τα φορτηγά. Αυτό δείχνει ότι υπήρχε μια συνεχής ενασχόληση των κατοίκων με την ξυλεία και αυτό που μαρτυράει αυτό που λέμε τώρα είναι ότι υπήρχαν εργοστάσια που εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν σε μεγάλες πόλεις, στα εργοστάσια ξυλείας σε αυτά αναφέρομαι. Και ένα άλλο επειδή υπήρχαν και πολλά ζώα στην Καστανιά γι’ αυτή την δουλειά υπήρχε και σαμαράς να μπορεί να φτιάχνει τα σαμάρια των ζώων.
[26:47] Άρα λοιπόν βλέπετε ότι το ένα έφερνε το άλλο δηλαδή υπήρχε μια αλυσίδα επαγγελμάτων γιατί όπου υπήρχε υλοτομία υπήρχαν και ζώα, έπρεπε να υπήρχαν και κάποιοι που να ασχολούνταν με τα ζώα όπως ήταν οι πεταλωτές, ο σαμαράς και πάει λέγοντας. Όπως είπαμε και πριν πάλι για τους κήπους, υπήρχε το καλαμπόκι, το καλαμπόκι θα έπρεπε κάπου να το αλέσουν γι’ αυτό και στην Καστανιά υπήρχαν μύλοι. Υπήρχαν ο μύλος του Παπανικολάου και ο μύλος του Πατσπαλιάρη. Ο μύλος του Παπανικολάου υπάρχει ακόμη και σήμερα έχει γίνει ανακαίνιση, έχει έρθει στην αρχική του μορφή τώρα βέβαια αυτό που λείπει είναι ο άνθρωπος που πρέπει να ξέρει να το δουλέψει απλά όμως σαν χώρος υπάρχει και πριν από την καταστροφή που έγινε από τον Daniel ήταν και επισκέψιμος, θα μπορούσε κάποιος να μπει μέσα να δει πως λειτουργεί ο τροχός με την δύναμη του νερού και πως γυρίζει η πέτρα και τρίβει το καλαμπόκι και το σιτάρι και παράγει το αλεύρι. Αυτά όσον αφορά τα επαγγέλματα των κατοίκων της Καστανιάς.
[27:53] Κ.Σ. Βρισκόμαστε σε μία από τις δύο αίθουσες του πρώην δημοτικού σχολείου Καστανιάς, η οποία έχει μετατραπεί σε εκθεσιακό χώρο από τον σύλλογο. Εδώ αυτός ο χώρος μου φέρνει στο μυαλό όλες τις εικόνες από τα χρόνια που ήμουν μαθητής του δημοτικού σχολείου. Αν δείτε το χώρο σαν χώρος είναι μικρός συγκριτικά με τα παιδιά που φιλοξενούσε και αν σκεφτούμε ότι εδώ μέσα υπήρχαν τρείς (3) τάξεις διότι το σχολείο ήταν διθέσιο με τρείς (3) τάξεις σε κάθε αίθουσα φανταστείτε τι μάθημα γινόταν. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μαθαίναμε γράμματα, μαθαίναμε αλλά ήταν αρκετά δύσκολα για έναν δάσκαλο να μπορέσει να παντρέψει τρείς (3) τάξεις, τον μαθητή της πρώτης δημοτικού με τον μαθητή της τρίτης δημοτικού. Μεγάλη δυσκολία βέβαια αλλά από την άλλη ήταν και κατόρθωμα που κατάφερνε ο δάσκαλος να μπορέσει να ανταπεξέλθει. Στο μυαλό των μαθητών όπως και στο δικό μου ο δάσκαλος ήταν πάντα με την χειρότερη εικόνα γιατί ήταν πάρα πολύ αυστηροί, δεν ήταν με την έννοια του δάσκαλου που υπάρχει σήμερα αλλά με την έννοια του δάσκαλου που πάντα επιβάλλονταν με την βέργα και με την τιμωρία γιατί έπρεπε να κάνει τον μαθητή πάνω από όλα να είναι υπάκουος και να σέβεται τα πάντα. Σε αυτό συνηγορούσε και το ότι οι γονείς πολλές φορές έλεγαν στον δάσκαλο, δάσκαλε το παιδί μας να το τιμωρήσεις αν δεν είναι υπάκουο για να βάλει μυαλό, δηλαδή θεωρούσαν ότι η τιμωρία ήταν ότι καλύτερο για να μπορέσει ο μαθητής ή το παιδί μάλλον να γίνει υπάκουο ή να γίνει όπως νόμιζαν εκείνοι ότι έπρεπε να είναι. Σίγουρα δύσκολα τα χρόνια για τους μαθητές όπως και για τους δασκάλους το μάθημα γινόταν πρωί-απόγευμα και φυσικά όλοι περιμέναμε πως και πως να ‘ρθει η Κυριακή διότι μόνο η Κυριακή ήταν αργία για το σχολείο, για τους μαθητές να παίξουμε και πάντα με τον φόβο μήπως μας δει ο δάσκαλος γιατί απαγορευόταν ο μαθητής να κυκλοφορεί έξω από το σπίτι μόνο αν ήταν με συνοδεία κάποιων από τους δικούς του, αν σε έβλεπε ο δάσκαλος ή η δασκάλα να είσαι το απόγευμα έξω ή το μεσημέρι πάντα θα σε καλούσε να σε ρωτήσει τι έκανες έξω και με ποιόν ήσουν και φυσικά θα υπήρχε και η ανάλογη τιμωρία. Συνήθως ήταν να γράψεις 100 φορές το όνομα σου ή μια πρόταση που θα σου έβαζε. Είπαμε ήταν δύσκολα τα χρόνια, εντελώς διαφορετική η παιδεία με αυτό που συνηθίζεται σήμερα αλλά γι’ αυτό και εκείνα τα χρόνια η εικόνα του δάσκαλου στον μαθητή ήταν ότι χειρότερη θα μπορούσε να έχει. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Εγώ σε αυτό είχα το πλεονέκτημα, το προτέρημα μάλλον επειδή ο πατέρας μου είχε το καφενείο να με στέλνουν για διάφορες δουλειές και μπορούσα να κυκλοφορώ χωρίς να έχω τον φόβο μη με δει ο δάσκαλος ή η δασκάλα. Ένας λόγος που γνώρισα πάρα πολλά πράγματα για το χωριό είναι ότι ήμουν στο χώρο του καφενείου και άκουγα πάρα πολλές συζητήσεις, το να είσαι πιτσιρικάς και να είσαι σε ένα χώρο, όπως ξέρετε τα καφενεία τότε ήταν χώρος όπως λέμε σήμερα πανεπιστήμιο, λένε ότι άκουγες τα πάντα, έλεγες τα πάντα και μάθαινες πάρα πολλά πράγματα και καλά και κακά αλλά είπαμε και πάλι έτσι ήταν οι συνθήκες σε όλα τα χωριά φυσικά και υπήρχαν πάρα πολλές δυσκολίες για τους μαθητές που θέλανε να προχωρήσουν και είχαν όρεξη να κάνουν κάτι παραπάνω διότι δεν υπήρχαν οι ανέσεις, δεν υπήρχε κάτι άλλο πέρα από το βιβλίο του σχολείου να μπορέσει να το δανειστεί, να το πάρει να το πάει σπίτι άρα έπρεπε να αρκεστεί σ’ αυτό που λέει ο δάσκαλος ή σε αυτά που είχε το βιβλίο του. Αυτά όσον αφορά το χώρο του σχολείου και για τη διδασκαλία που γινόταν. Αυτό που ξέχασα να πω το θυμάμαι μέχρι και αρκετά χρόνια πριν, η δασκάλα μας ,είχαμε δάσκαλο και δασκάλα, ήταν πάρα πολύ αυστηρή και ήταν η γυναίκα του προέδρου του χωριού. Κανείς δεν ήξερε το επίθετο της όλοι τη λέγανε η Χριστίνα η Δημάκαινα δηλαδή η γυναίκα του Δημάκη. Ήταν μια πελοποννήσια από την Αμαλιάδα η καταγωγή της, λεγόταν Χριστίνα Μαρκοπούλου, η οποία ήταν πάρα πολύ αυστηρή και το παρατσούκλι που της είχαν δώσει οι μανάδες μας ήταν πιπεριά λόγω της αυστηρότητας μεταφορικά βέβαια δεν είναι κακία που τα λέμε αυτά απλά όταν μιλάμε για ιστορικά πράγματα πρέπει να τα αναφέρουμε όπως ακριβώς τα ξέρουμε και τα ακούγαμε. Η δασκάλα στην οποία αναφερόμαστε ήταν μόνιμη κάτοικος της Καστανιάς ενώ οι δάσκαλοι που ερχόταν ήταν για ένα δύο χρόνια, νοικιάζανε το σπίτι στην Καστανιά έμεναν εδώ δηλαδή και συνήθως στα ένα με δύο χρόνια άλλαζαν οπότε δεν προλάβαιναν να γνωρίσουν τους μαθητές και τις οικογένειες και ασχολούνταν λιγότερο με τους μαθητές αντίθετα με την κυρία Χριστίνα που αναφέρθηκα πριν ήταν μόνιμα εδώ, ήξερε τις οικογένειες, όλους τους μαθητές και ανάλογα έπραττε.
[34:39] Κ.Σ. Εκείνα τα χρόνια όπως καταλαβαίνετε δεν υπήρχαν, δεν είχαν οι μαθητές ρολόγια στο χέρι για να δούνε την ώρα που θα έπρεπε να έρθουν στο σχολείο, το οποίο μάθημα ξεκινούσε στις 8 το πρωί. Αυτό το πρόβλημα είχε λυθεί με τον εξής τρόπο: ένας μαθητής, στον οποίο είχαν αναθέσει από το σχολείο κάθε πρωί πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου από το κάτω μέρος που υπήρχε ένα δέντρο ήταν κρεμασμένη η καμπάνα της εκκλησίας και χτυπούσε με ειδικό τρόπο, γρήγορο τρόπο δηλαδή ότι ξεκινάει το σχολείο, δηλαδή ότι πρέπει οι μαθητές να είναι μαζεμένοι στο προαύλιο του σχολείου. Με το ακούγαμε την καμπάνα καταλαβαίνετε ότι ο ήχος της καμπάνας μας είχε μείνει μέχρι και στην μεγαλύτερη ηλικία, ήταν εφιάλτης για τους μαθητές γιατί όπως είπαμε ήταν δύσκολα τα χρόνια, ήταν δύσκολη η όλη κατάσταση που επικρατούσε αλλά όπως και σήμερα έτσι και τότε οι μαθητές δεν το έβλεπαν το σχολείο σαν ένα είδος εκπαίδευσης αλλά σαν είδος καταναγκαστικής εργασίας διότι οι τιμωρίες τότε ήταν πάρα πολύ αυστηρές όπως το να σε σηκώσει όρθιο σε μια γωνία του τοίχου να κοιτάζεις τον τοίχο στο ένα πόδι για όλη την ημέρα δηλαδή όσο διαρκούσε το μάθημα ή με το ξύλο της κρανιάς τη βέργα που λέγαμε τότε να δέρνει ο δάσκαλος ή η δασκάλα τον μαθητή γιατί δεν διάβασε ή γιατί άργησε, καθυστέρησε. Περιττό να σας πω ότι κάθε εβδομάδα γινόταν επιθεώρηση για την καθαριότητα των μαθητών, τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο μαθητής όταν βάζει τα χέρια του πάνω στο θρανίο να μην έχει νύχια και να μην έχει βρωμιές ανάμεσα στα νυχάκια του. Φυσικά θα έπρεπε πάντα να έχει το μαντήλι, τότε δεν υπήρχαν χαρτομάντηλα, έπρεπε να είχε μαντήλι μαζί του για την μύτη του και να είμαστε όλα τα αγόρια κουρεμένοι με την ψιλή που λέμε στην καθομιλουμένη, όταν εννοώ με την ψιλή να μην υπάρχει στο κεφάλι ούτε τρίχα δηλαδή το πιο κοντό μαλλί που θα μπορούσε να αφήσει ο κουρέας. Είχαμε κουρέα στο χωριό, υπήρχε κουρείο το οποίο λειτουργούσε όλη μέρα και όλοι οι μαθητές πηγαίναμε εκεί με το χειροκίνητο εργαλείο που είχε ο κουρέας μας κούρευε σαν να ήμασταν νεοσύλλεκτοι και μπορώ να πω και ακόμη περισσότερο. Αυτά βέβαια όλα ήταν στα πλαίσια της καθαριότητας για να μην κολλάμε ψείρες και στο να ήμαστε πιο εύκολοι στο κλίμα της καθημερινότητας, να μην θέλουμε χτένισμα, να μην θέλουμε πλύσιμο γιατί το πλύσιμο τότε ήταν πολυτέλεια δεν υπήρχαν μπάνια στο σπίτι μέσα. Υπήρχε το εξωτερικό αποχωρητήριο που λέγαμε εμείς στα βλάχικα ο απόπατος να το πω και έτσι ας πούμε οπότε το μπάνιο γινόταν στην σκαφίδα μια φορά την εβδομάδα, κάθε Σάββατο γιατί την Κυριακή έπρεπε να πάμε να εκκλησιαστούμε, άρα λοιπόν έπρεπε να ήμαστε καθαροί και το μπάνιο γινόταν μια φορά την εβδομάδα. Αυτές ήταν οι συνθήκες που επικρατούσαν.
[38:15] Σ.Ν. Είπατε ότι οι δάσκαλοι ήταν αρκετά αυστηροί
[38:18] Κ.Σ. Πάρα πολύ αυστηροί
[38:21] Σ.Ν.Η αξιολόγηση των μαθητών πως γινόταν;
[38:24] Κ.Σ. Η αξιολόγηση των μαθητών δυστυχώς γινόταν πάντα, να μην πω τις περισσότερες φορές λέω πάντα με βάση την οικογενειακή κατάσταση των μαθητών. Τι εννοώ, ο μαθητής της τάδε οικογένειας που ήταν οικονομικά πιο ας πούμε επιφανή πιο ας το πούμε ανεβασμένοι ο μαθητής θα έπαιρνε καλύτερο βαθμό. Ο μαθητής του αξιωματικού των ΤΕΑ γιατί τότε στο χωριό μας υπήρχε μονάδα ΤΕΑ, τι σημαίνει αυτό; Είπαμε ήταν περίοδος μετά τον εμφύλιο σε όλα τα χωριά τα ορεινά υπήρχαν τα τάγματα εθνικής ασφάλειας όπως τα λέγανε τα γνωστά ΤΕΑ εκείνη την εποχή, τα οποία είχαν διοικητή με μεγάλο βαθμό και είχαν καμια δεκαριά (10) με λοχαγούς, αξιωματικούς δηλαδή δόκιμους και φυσικά έφιππους στρατιώτες πέρα από την αστυνομία που υπήρχε στην Καστανιά τότε. Η Καστανιά είχε χωροφυλακή με 5 χωροφύλακες διότι στην Καστανιά ανήκαν όλα τα χωριά της απέναντι πλευράς, επαρχίας της Καλαμπάκας όπως είναι η Καλομοίρα, Ματονέρι, το Αμπελοχώρι, Κορυδαλλός μέχρι και την Παναγία όλα τα χωριά διοικητικά ανήκαν στην χωροφυλακή Καστανιάς όπως επίσης και στρατιωτικά ανήκαν στα ΤΕΑ Καστανιάς. Τότε, ένας λόγος αυτό που λέγαμε και πριν που τα χωριά είχαν πολύ κόσμο ήταν και αυτός αν φανταστείτε ότι υπήρχαν 10 αξιωματικοί στην Καστανιά με τις οικογένειες τους καταλαβαίνετε ότι νοίκιαζαν σπίτια και είχαν και παιδιά, τα οποία παιδιά τα έστελναν στο δημοτικό σχολείο Καστανιάς δεν υπήρχε κάτι άλλο. Ε τα παιδιά των αξιωματικών είχαν άλλη μεταχείριση για πολλούς λόγους όπως και τα παιδιά των χωροφυλάκων είχαν άλλη μεταχείριση βέβαια πολλά τ΄ άξιζαν ήταν καλοί μαθητές διότι είχαν άλλη αφετηρία εκμάθησης από μορφωμένους εγώ ο πατέρας μου τελειόφοιτος 3ης δημοτικού να το πω χαριτολογώντας αν λοιπόν ότι μπορούσε να μας προσφέρει αυτά που μπορούσε να μου προσφέρει αυτά μου πρόσφερε δεν ήξερε παραπάνω γράμματα. Αυτοί είχαν παραπάνω να τους δώσουν, ξεχώριζαν κάποιοι, βέβαια είχαν και το πλεονέκτημα ότι ήταν στρατιωτικοί τους έβλεπαν διαφορετικά οι δάσκαλοι και βοηθούσαν περισσότερο τα παιδιά τους, υπήρχε μια διάκριση στους μαθητές και ο έλεγχος πάντα ήταν, τότε δεν παίρναμε Α,Β,Γ, τότε παίρναμε το χειρότερο ήταν κάτω από 5 που έμενες στην ίδια τάξη, το 5 ήταν το χειρότερο και το 10 το άριστα, αυτό που λέγαμε 10 με άριστα, οι οποίοι μαθητές λίγοι ήταν αυτοί που έπαιρναν και οι κακοί ήταν αυτοί που είχαν κάποιον από πίσω με διαφορετική υπόσταση να το πούμε έτσι.
[41:45] Σ.Ν. Είπατε ότι ήσασταν αρκετές ώρες στο σχολείο
[41:48] Κ.Σ. Ναι πάρα πολλές ώρες, σχεδόν όλη μέρα. Ήταν πρωι-απόγευμα με ένα ενδιάμεσο για το μεσημεριανό φαγητό και μετά 2:30 η ώρα ήμασταν πάλι εδώ διότι νύχτωνε και νωρίς 4:30 νύχτωνε δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, το ηλεκτρικό ρεύμα στην Καστανιά ήρθε το 1971 άρα όπως καταλαβαίνετε όλα γινόταν υπό το φως της καντήλας ή των λαμπόγυαλων αν το θυμόσαστε, την λάμπα με το λαμπογυάλι η οποία έκαιγε καθαρό πετρέλαιο το οποίο προμηθευόμασταν από το μονοπώλιο που υπήρχε στην Καστανιά διότι η Καστανιά είχε και αυτό γιατί ήταν κεφαλοχώρι είχε τα πάντα όσον αφορά το εμπόριο είχε τα πάντα όλα τα χωριά του Ασπροποτάμου ερχόταν στην Καστανιά και έπρεπε να ψωνίσουν από εδώ. Το μονοπώλιο εκείνα τα χρόνια ήταν ο κύριος προμηθευτής του καθαρού πετρελαίου, αυτό που λέμε σήμερα κηροζίνη, του αλατιού για τα ζώα διότι τα ζώα έπρεπε να τα ταΐζουμε και αλάτι και των χαρτοπαιγνίων δηλαδή δεν μπορούσες να αγοράσεις χαρτοπαίγνια από πουθενά αλλού μόνο από το ελληνικό μονοπώλιο και θυμάμαι που ερχόντουσαν από τα διπλανά χωριά να προμηθευτούν σε δοχεία 16κιλα φωτιστικό πετρέλαιο για τις λάμπες διότι δεν υπήρχε φωτισμός, δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα όλα αυτά μιλάμε μέχρι τη δεκαετία του 1970, το ’71 ήρθε το ρεύμα αλλά πολλά σπίτια εξακολουθούσαν να έχουν φωτισμό με φωτιστικό πετρέλαιο. Αυτό συνέβαινε με όλα τα χωριά διότι το να προμηθευτείς εκείνα τα χρόνια από την πόλη ήταν δύσκολο, οι αποστάσεις ήταν μεγάλες όσον αφορά τη μετακίνηση το λεωφορείο έκανε 2 ώρες από τα Τρίκαλα μέχρι την Καστανιά ήταν δύσκολο να πηγαινοέρχεται κάποιος να ψωνίζει γι’ αυτό και τα παντοπωλεία ήταν ένα είδος για εκείνη την εποχή σούπερ-μάρκετ. Ήταν ένα πίσω ακριβώς από το σπίτι μου το παντοπωλείο του Τάκη του Πανταβάλη το θυμάμαι διότι ήταν πίσω από το σπίτι μου και ερχόταν από τα διπλανά χωριά με τα γαϊδούρια και τα δένανε στον πάσσαλο να μπούνε μέσα να ψωνίσουν, είχε από υφάσματα, παπούτσια καουτσούκ τα θυμάμαι και τα παπούτσια τα αθλητικά τα εμβελια το θυμάμαι σαν να το βλέπω σήμερα. Συνήθως έφερναν χρώμα στα παπούτσια σκούρα για να μην λερώνονται γιατί υπήρχε χώμα δεν υπήρχε άσφαλτος, λάσπη άρα έπρεπε όσο ήταν να μην φαινόταν η βρωμιά. Είχε φωτιστικό πετρέλαιο που έπαιρνε από το μονοπώλιο και λάδι χύμα σε κάτι μεγάλα βαρέλια και κρατούσε το τεφτέρι που λέμε γιατί ο κόσμος δεν είχε χρήματα εκείνη τη στιγμή να πληρώσει. Χρέωνε πόσο έκανε το λάδι ή το ύφασμα ή το παπούτσι τόσο έγραφε στο δικό του 5 δραχμές και τέλος του μήνα θα ερχόταν να ξεχρεώσει. Αλλά για εκείνα τα χρόνια υπήρχε πολλή μεγάλη, είχε πληθώρα προϊόντων δηλαδή για εκείνα τα χρόνια που ήταν δύσκολο να υπάρχουν στα χωριά τέτοιου είδους μαγαζιά. Βρίσκαμε θυμάμαι μελάνι γιατί τότε χρησιμοποιούσαμε πένες τις οποίες τις γεμίζαμε με μελάνι από ένα μπουκαλάκι
[45:42] Κ.Σ. Προμηθευόμασταν μελάνι από αυτό το κατάστημα που ανάφερα πριν για να γεμίζουμε τα πενάκια μας για να γράφουμε στο τετράδιο της γραφής και της καλλιτεχνίας, καλλιγραφίας όπως το λέγαμε τότε δεν υπήρχε το στυλό, υπήρχε το μολύβι και η πένα με το μελάνι και επειδή ήταν πάρα πολύ εύκολο να χυθεί μελάνι είχαμε πάντα μαζί μας και το στυπόχαρτο για να μπορέσουμε να κρατάμε το τετράδιο μας καθαρό γιατί υπήρχε τιμωρία αν κάποιος λέρωνε το τετράδιο του, έπρεπε το τετράδιο να είναι πεντακάθαρο. Φυσικά μέσα σε όλα αυτά είχαμε και την επίσκεψη του επιθεωρητή που ερχόταν από την Καλαμπάκα για την επιθεώρηση τότε σε χρόνο ανύποπτο για να μπορέσει να καταλάβει αν γινόταν σωστά η δουλειά στο σχολείο ή όχι. Ερχόταν, έμπαινε μέσα στην αίθουσα και έλεγε σήκω εσύ επάνω και γράψε μου αυτή την πρόταση και από εκεί έβγαζε συμπέρασμα ο επιθεωρητής αν η δουλειά που γινόταν από τον δάσκαλο ή την δασκάλα στο σχολείο ήταν σωστή η όχι ας πούμε. Αυτά για το σχολείο.
[47:00] Κ.Σ. Εδώ βλέπουμε σ’ αυτή την φωτογραφία την κατασκευή της πλατείας που βρίσκεται ακριβώς μπροστά στο κοινοτικό ξενοδοχείο της Καστανιάς. Έχει διαμορφωθεί ο χώρος, έχουνε φτιαχτεί τα τοιχία και συζητάνε το πως θα γίνει η πλακόστρωση της πλατείας και μέχρι που θα φτάσει. Εδώ σ’ αυτή τη φωτογραφία που είναι από τις πιο ωραίες φωτογραφίες την οποία την είχαμε στην έκθεση φωτογραφίας που είχαμε δημιουργήσει εδώ στην Καστανιά βλέπουμε την ιστορία της Καστανιάς μέσα από 10 πρόσωπα. Βλέπουμε τον κοινοτάρχη της Καστανιάς τον επί 24 χρόνια κοινοτάρχη τον Νίκο τον Δημάκη, την γυναίκα του την Χριστίνα Δημάκη, την δασκάλα που λέγαμε. Βλέπουμε τους αξιωματικούς των ΤΕΑ, βλέπουμε τον γραμματέα της κοινότητας, βλέπουμε τον πρόεδρο του διπλανού χωριού του Αμάραντου. Βλέπουμε να προσφωνεί ο πρόεδρος της κοινότητας τον υφυπουργό γεωργίας που επισκέφθηκε τότε την Καστανιά. Μιλάμε για το έτος 1970 ή 1971. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη ακριβώς μπροστά στο καφενείο του Μπαμπούκα που είναι στην είσοδο του χωριού. Βλέπετε τους κατοίκους να είναι κρεμασμένοι σαν τσαμπιά για να δούνε την εξέχουσα προσωπικότητα που ήρθε από την Αθήνα διότι ήταν μεγάλο γεγονός να επισκεφθεί κάποιος ένα χωριό, υφυπουργός τότε εκείνα τα χρόνια και με επισημότητα έτσι; Δεν ήρθε σαν ξέρω εγώ ιδιωτική εκδρομή, ήρθε ο άνθρωπος σαν υφυπουργός. Λάθος είπα δεν είναι το 1970 είναι το 1967 -1968. Λοιπόν εδώ παρατηρούμε το εξής, εσείς δεν μπορείτε να το καταλάβετε, μπορεί το κέντρο του χωριού να είναι εδώ που βρισκόμαστε τώρα αλλά η πλατεία το κέντρο του χωριού όσον αφορά τις αποφάσεις ήταν στην είσοδο του χωριού και εκεί ήταν όλα τα καφενεία σε μια στροφή υπήρχαν τρία (3) καφενεία και εκεί μαζευόταν όλος ο κόσμος του χωριού άρα λοιπόν τα πάντα συζητιόταν εκεί και τα πάντα αποφασίζονταν εκεί ουσιαστικά, τυπικά στο γραφείο της κοινότητας αλλά ουσιαστικά σε εκείνο το χώρο γι’ αυτό και όλη αυτή η τελετή το να περιμένουν τον επίσημο έγινε ακριβώς σε εκείνο το σημείο που αναφερόμαστε.
[50:02] Κ.Σ. Εδώ βλέπουμε μια φωτογραφία που αν την προσέξει κάποιος πολύ καλά θα διαπιστώσει το εξής: βλέπουμε το δάσκαλο που υποτίθεται είναι παιδαγωγός με το τσιγάρο στο χέρι μπροστά σε όλους τους μαθητές βέβαια εκείνα τα χρόνια δεν είχε καμία σημασία αυτό αλλά ερχόμαστε και πάλι σε αυτό που λέγαμε πριν η αυστηρότητα του δασκάλου ή της δασκάλας εξαντλούνταν σε πολλά άλλα θέματα εκτός από αυτό. Εδώ βλέπουμε μια φωτογραφία, στην οποία οι μαθητές παίρνουν μέρος σε εκδηλώσεις που είχαν σχέση, εδώ αυτή η φωτογραφία τραβήχτηκε στο τέλος της χρονιάς κλείνοντας δηλαδή η χρονιά. Εδώ γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου βλέπετε ότι ήμαστε ντυμένοι, εδώ είμαι εγώ και ένας άλλος συμμαθητής μου. Εδώ πάλι ο ίδιος δάσκαλος με τους ίδιους μαθητές και εδώ ήμαστε στην παρέλαση πάλι οι γονείς μου εδώ πέρα είναι η παρέλαση στις 25 Μαρτίου, είναι η έκτη δημοτικού και η πέμπτη δημοτικού και κάνει παρέλαση και ακολουθούνε τα πιο μικρά. Η παρέλαση γινόταν εδώ ακριβώς μπροστά στο σχολείο. Είναι αυτό που λέμε ότι το σχολείο γιατί ήταν πολλές οι ώρες των μαθητών που ήταν μέσα στο σχολείο άρα το σχολείο για τον μαθητή ήταν και το σπίτι του και αν προσέξετε σε όλες τις φωτογραφίες οι μαθητές έχουν το ύφος του καλού παιδιού και του υπάκουου παιδιού γιατί πρέπει να προσέχει τα πάντα γιατί είναι στο σπίτι του, αυτό επικρατούσε και εδώ από ότι βλέπετε σε αυτές τις δύο φωτογραφίες είναι οι τελευταίες τάξεις, εδώ πραγματικά είναι η τελευταία τάξη η έκτη και είναι το 1969-1970. Εδώ είναι το 1972 πάλι φαίνομαι εδώ πίσω γι’ αυτό και μπορώ και καθορίζω την χρονολογία. Και ο δεκάλογος του μαθητού, αυτό μην ξεχνάμε ήταν το βασικότερο να μην κλαίει στο σχολείο, να μην χτυπάς την πόρτα, τα χέρια σου καθαρά κλπ, να είναι καθαρό το σώμα και τα ρούχα και όλα αυτά που έγραφε, το οποίο δεκάλογο του μαθητού έπρεπε να το γνωρίζουμε έτσι; Ήταν υποχρεωτικό όχι μόνο θεωρητικά και πρακτικά δηλαδή όλα αυτά να τα κάνουμε και στην πράξη πέρασε μέσα στο μυαλό μας.
[52:45] Σ.Ν. Είναι ένα αυθεντικό; Ο δεκάλογος του μαθητού είναι από το σχολείο που πηγαίνατε;
[52:52] Κ.Σ. Ναι το αυθεντικό ακριβώς όπως τον είχαμε, το οποίο εκτός από το να υπάρχει έπρεπε να το έχεις κάνει πράξη δηλαδή όλα αυτά ήταν η πραγματικότητα δηλαδή έπρεπε να προσέχεις, δεν υπήρχε περίπτωση να έχει ξεκινήσει το μάθημα και να μπεις μέσα αποκλείεται, έπρεπε να είσαι πολύ πιο μπροστά πριν μπει ο δάσκαλος μέσα ειδάλλως υπήρχε τιμωρία. Λοιπόν αυτά για το σχολείο.
…. Ακολουθεί πλάνο του αφηγητή μαζί με τον πρόεδρο του χωριού Καστανιά κ. Κόφφα όπου περπατούν σε περιοχή του χωριού.
Κάντε εγγραφή στο Newsletter μας
© 2025 Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας
| Δευτέρα: | 09:00 – 17:00 |
| Τρίτη: | 12:00 – 20:00 |
| Τετάρτη: | 09:00 – 20:00 |
| Πέμπτη: | 12:00 – 20:00 |
| Παρασκευή: | 09:00 – 17:00 |
Κάντε εγγραφή στο Newsletter μας
© 2025 Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας
ΩΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
| Δευτέρα: | 09:00 – 17:00 |
| Τρίτη: | 12:00 – 20:00 |
| Τετάρτη: | 09:00 – 20:00 |
| Πέμπτη: | 12:00 – 20:00 |
| Παρασκευή: | 09:00 – 17:00 |