Αποστολή της KDK είναι η παροχή παραδοσιακών και ηλεκτρονικών υπηρεσιών πληροφοριακού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού και ψυχαγωγικού περιεχομένου, με σκοπό την ενίσχυση της κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων της Καλαμπάκας
Εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις πραγματοποιούνται στο χώρο της Βιβλιοθήκης, στις κοινότητες του Δήμου Μετεώρων, αλλά και σε πανελλαδικό και διεθνές επίπεδο.
Αποστολή της KDK είναι η παροχή παραδοσιακών και ηλεκτρονικών υπηρεσιών πληροφοριακού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού και ψυχαγωγικού περιεχομένου, με σκοπό την ενίσχυση της κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων της Καλαμπάκας
Εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις πραγματοποιούνται στο χώρο της Βιβλιοθήκης, στις κοινότητες του Δήμου Μετεώρων, αλλά και σε πανελλαδικό και διεθνές επίπεδο.
[00:01] Σ.Ν. Καλημέρα κ. Μουλά
[00:02] Μ.Ε. Καλημέρα, τι κάνετε;
[00:04] Σ.Ν. Καλά είμαστε
[00:05] Μ.Ε. Ευχαριστώ
[00:06] Σ.Ν. Βρισκόμαστε σήμερα Δευτέρα 19 Μαΐου στη Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας, εγώ είμαι η βιβλιοθηκονόμος Νικολέττα Σιώρη και η συνάδελφος
[00:19] Ν.Ε. Εσμεράλντα Ντουντούσι
[00:21] Μ.Ε. Χάρηκα πολύ, εγώ είμαι η Ελευθερία Μουλά
[00:24] Σ.Ν. Πότε γεννηθήκατε κ. Μουλά;
[00:26] Μ.Ε. 25 Νοεμβρίου του 1940
[00:32] Σ.Ν. Θέλετε να ξεκινήσουμε την αφήγηση της ιστορίας σας, τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια
[00:40] Μ.Ε. Ναι όπως θέλετε από την ώρα που γεννήθηκα, επειδή γεννήθηκα με περίπτωση δύσκολη θα σας τα πω και αυτά ακόμη όπως τα άκουσα. Επειδή μέναμε έξω από το χωριό, σε φάρμα το σπίτι ήταν μοναχικό
[01:05] Σ.Ν. Σε ποιο χωριό ήσασταν;
[01:07] Μ.Ε. Ήταν περιοχή Μουργκάνι [Η Μουργκάνη είναι οικισμός της Θεσσαλίας στην Περιφερειακή Ενότητα Τρικάλων.] δεν ήταν χωριό, από το Καστράκι [Το Καστράκι βρίσκεται κοντά στην Καλαμπάκα, στο δρόμο για τα Μετέωρα σε υψόμετρο 270 μέτρα. Σήμερα ανήκει στο Δήμο Μετεώρων πλέον] είμαι και η μάνα μου, ο πατέρας μου πήγε στρατιώτης. Η μάνα μου με τον μεγάλο αδερφό μου, ήταν 10 χρονών σκέπαζαν το σπίτι για να μην το χτυπήσουν τα αεροπλάνα και με γέννησε και λίγο πρόωρα και το ωραίο είναι ήταν την ημέρα της Αγίας Αικατερίνης, 22 Νοεμβρίου είχαν μπει οι Έλληνες στην Κορυτσά [Η Κορυτσά είναι πόλη στη νοτιοανατολική Αλβανία. Βρίσκεται κοντά στα ελληνικά σύνορα], τι σας λέω τώρα;
[01:48] Σ.Ν. Σημαντικές ημερομηνίες
[01:50] Μ.Ε. Ναι και μετά την Εκκλησία, το έστησαν στον χορό, άλλοι σκοτωνόταν άλλοι χόρευαν βέβαια εντάξει και η μάνα μου πήρε το κάρο από το Μουργκάνι από εκεί που ήταν και ήρθε με πόνους και με γέννησε στο Καστράκι. Επειδή ήμουν το 4ο παιδί και θα γύριζε ο πατέρας μου δεν ήταν στον πόλεμο ήταν απλώς στα μετόπισθεν με βάφτισαν εκείνη την στιγμή και ο παπάς ήταν μεθυσμένος και όπως μου έβαλε το λάδι γλίστρησα και έπεσα και δεν έπαθα τίποτα [γελάει…].
[02:36] Σ.Ν. Περιπέτειες από την αρχή
[02:38] Μ.Ε. Ναι. Μετά ξεκίνησε ο πόλεμος και όλα αυτά θυμάμαι από πολύ μικρή ηλικία γιατί μας είχαν επιτάξει το σπίτι στο Μουργκάνι οι Ιταλοί και έμεναν εκεί. Δεν ήταν κακοί, συγκεκριμένα θυμάμαι με έβαζαν τα αδέρφια μου, πείνα και όλα αυτά, με έβαζαν στα σκαλοπάτια ήταν 3-4 σκαλοπάτια που ανεβαίναμε, με έβαζαν εκεί και πήγαινα μπουσουλώντας ανέβαινα μέσα και μου έδιναν μια φέτα που είχε κόκκινο από πάνω (εννοεί σάλτσα) . Μόλις έβγαινα μου το έπαιρνε ο ένας ο αδερφός μου, αυτοί τα είχαν έτοιμα τα έπαιρνε ο άλλος και ο άλλος.
[03:27] Σ.Ν. Πόσες οικογένειες μένατε στο Μουργκάνι εκείνη την εποχή;
[03:31] Μ.Ε. Δύο οικογένειες, εμείς και κάπου μισό χιλιόμετρο πάνω ένας από τη Μεγάλη Κερασιά [Η Μεγάλη Κερασέα βρίσκεται στα βόρεια όρια προς την Περιφερειακή Ενότητα Γρεβενών, σε υψόμετρο 500 μέτρα.] Η δική μου οικογένεια ήταν από το Καστράκι.
[03:44] Σ.Ν. Και για ποιο λόγο βρεθήκατε στο Μουργκάνι; Πως βρέθηκε η οικογένειά σας;
[03:51] Μ.Ε. Είχε έρθει ο παππούς μου από την Αμερική και ήθελε να κάνει μια φάρμα και εκεί ήταν το μέρος που είχαμε χωράφια και ήταν το χωράφι εκεί και κάναμε ένα σπίτι.
[04:04] Σ.Ν. Στο Καστράκι πότε ήρθατε;
[04:06] Μ.Ε. Συνέχεια μέναμε δεν το εγκαταλείψαμε ποτέ, σχολείο πήγαινα στο Καστράκι, η γιαγιά μου συνήθως προτιμούσε το Καστράκι.
[04:21] Σ.Ν. Πως βιώσατε εσείς σαν παιδί τον πόλεμο με τους Γερμανούς στη συνέχεια με τον εμφύλιο πόλεμο; ήσασταν μικρή τότε.
[04:35] Μ.Ε. Εγώ όμως τα θυμάμαι όπως σας είπα από μικρό παιδί. Επίσης, το 1941 με την πείνα κατεβαίναμε σχεδόν συνέχεια στο Καστράκι, στην Καλαμπάκα [Η Καλαμπάκα είναι πόλη του Νομού Τρικάλων και πρωτεύουσα του Δήμου Μετεώρων] σας λέω είχαμε και κάρο για την εποχή εκείνη κάτι που ήταν πολύτιμο ναι. Ο πατέρας μου μια ημέρα είδε ένα παιδί στο δρόμο που είχε πέσει κάτω από την πείνα. Φώναξε τον πατέρα του και του λέει πάρε το παιδί και λέει τι να το κάνω και τα άλλα έτσι είναι. Το πήρε, δεν ήταν με το κάρο βέβαια ήταν με το άλογο το ζώο, το έβαλε πάνω στο ζώο, το έφερε στο Μουργκάνι και το τάιζαν κάθε 5 λεπτά γάλα ώσπου συνήλθε και το κράτησαν εκεί ώσπου πήγε στρατιώτης το παιδί.
[05:35] Σ.Ν. Μαζί σας μεγάλωσε
[05:36] Μ.Ε. Ναι τον είχαμε πραγματικά και θυμάμαι όταν ερχόταν από τα ζώα που φύλαγε. Επίσης και κάτι άλλο να σας πω όπως πήγαινε τα ζώα χειμώνας ήταν κάπου αργότερα όχι στις αρχές πρέπει να ήταν το 1943 γιατί έχω και εγώ μια ιδέα από αυτό γύρισε από τα ζώα και λέει μια γυναίκα στο ποτάμι βέλαζε σαν αγελάδα, σας τα λέω και λίγο να γελάσουμε δεν ξέρω αν σας ενδιαφέρουν, βέλαζε σαν αγελάδα. Πήγαν οι δικοί μου την πήραν, ήταν μια κοπέλα πάνω από τα χωριά, η οποία όπως έλεγαν την ιστορία μετά τα είχε φτιάξει με έναν Ιταλό και πήγαν να φύγουν και όπως κατέβαιναν ένας Γερμανός χτύπησε τον Ιταλό γιατί ήθελαν να φύγουν να πάνε στα βουνά και ο Ιταλός μετά του έριξε να ξεψυχήσει και τους σκότωσε και τους δύο και η κοπέλα κατέβηκε μέχρι εκεί και γέννησε στο ποτάμι. Πήγαν την μάζεψαν, θυμάμαι που το είχαμε το μωρό στην κούνια και μετά δεν ξέρω πόσο καιρό κάποιος πέρασε και την πήρε. Οι περιπέτειες της εποχής!
[07:19] Σ.Ν. Ήταν πολλά ζευγάρια όπως αναφέρατε; Εκείνα τα χρόνια ήταν συνηθισμένο να υπάρχουν τέτοιες ιστορίες ανάμεσα σε Ιταλούς;
[07:33] Μ.Ε. Κοίτα όπως και μια κοπέλα στο Καστράκι του διπλανού σπιτιού μας. Ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, τα είχε φτιάξει με τους Γερμανούς και όταν έφυγαν οι Γερμανοί την πήραν μαζί τους αλλά από ότι μάθαμε σκοτώθηκε στην Γιουγκοσλαβία. Συνέβαιναν αυτά.
[07:54] Σ.Ν. Ζούσατε όλοι μαζί εδώ πέρα
[08:07] Μ.Ε. Βέβαια μια οικογένεια. Τώρα να σας πω με τους Ιταλούς. Φερόταν τόσο καλά, ιδιαίτερα ένας Ιταλός τον θυμάμαι με έπαιρνε αγκαλιά, φιλούσε τη φωτογραφία του παιδιού του και με φιλούσε και εμένα ύστερα έπιανε τα δύο αδέρφια μου τα μεγαλύτερα από εμένα και θυμάμαι το τραγούδι ακόμη πόσο ήμουνα καταλαβαίνεις το 1943 έφυγαν, τους θυμάμαι να σας το πω; «Giro giro tondo, quanto è bello il mondo!» [Ο στίχος αυτός είναι ένα δημοφιλές μέρος ενός ιταλικού παιδικού τραγουδιού που ενθαρρύνει τα παιδιά να κάνουν στροφές και να χορέψουν, ενώ ταυτόχρονα τους υπενθυμίζει πόσο ωραίος είναι ο κόσμος.]
[08:36] Σ.Ν. Και τί σημαίνει στα ελληνικά;
[08:38] Μ.Ε. Δεν ξέρω το γύρω-γύρω “giro-giro”, “tondo” δεν ξέρω τι είναι, “espera” το απόγευμα και “mondo” το φεγγάρι (δεν σημαίνει φεγγάρι αλλά κόσμος). Εν’ τω μεταξύ το έχω πει σε μια Ιταλίδα και αυτή το είπε όλο εγώ θυμάμαι μόνο αυτά.
[08:59] Σ.Ν. Γνωστό τραγούδι
[09:01] Μ.Ε. Ναι, τώρα η μάνα μου έπαιρνε το γάλα άλλη μια περίπτωση, το έβαζε μέσα σε ένα γκιούμι [δοχείο, συχνά μεταλλικό και παλαιότερα χάλκινο, που χρησιμοποιούταν για τη μεταφορά ή την αποθήκευση υγρών, όπως γάλα, νερό ή άλλα υγρά.] που τα έλεγαν τότε και το πήγαινε πίσω από το ποτάμι πήγαιναν οι αντάρτες και το έπαιρναν. Ρωτούσαν οι Ιταλοί που πας, πάω να πάρω νερό να βράσω φασόλια, α δεν βγάζει η τουλούμπα [Η «τουλούμπα βρύση» (ή τουλούμπα – αντλία νερού – βρύση) είναι ένας όρος που περιγράφει μια χειροκίνητη αντλία (τουλούμπα) για άντληση υγρών] δικαιολογίες και μια μέρα της λέει ένας Ιταλός σήμερα θα πάμε μαζί.
[09:33] Σ.Ν. Υποπτεύθηκαν
[09:36] Μ.Ε. Μα τα ήξεραν όλα, θα σας πω και άλλα και άλλη περιπέτεια. Τα ήξεραν αλλά σας είπα ήταν τόσο καλοί. Λοιπόν πήγαν και της λέει δώσε το γάλα τώρα γιατί είχαν μάθει και αυτοί ελληνικά και εμείς ιταλικά, έζησαν τρία (3) χρόνια μαζί μας, γιατί ήρθε ένας καινούριος και δεν ξέρουμε τι είναι και μη το ξανακάνεις αυτό, καταλαβαίνετε. Μια άλλη φορά είχε χτυπήσει ένας αντάρτης, τον πήρε ο πατέρας μου, ο πατέρας μου στο στρατό ήταν νοσοκόμος και τρία (3) χρόνια νοσοκόμος είχε μάθει αρκετά και τον έβαλε στον αχυρώνα δίπλα δεν μπορούσε να τον βάλει και στο σπίτι άσε που δεν είχαμε ένα δωματιάκι που μας περίσσευε στην κουζίνα.
[10:30] Σ.Ν. Πόσα άτομα μένατε μέσα στο σπίτι;
[10:34] Μ.Ε. Ήμασταν εμείς τέσσερα (4) παιδιά και τρεις (3) οι μεγάλοι εφτά (7) και ο υπάλληλος οχτώ (8) και δύο τρεις μουσαφηρέους (φιλοξενούμενους) κάθε μέρα
[10:44] Σ.Ν. Καμιά δεκαριά (10) δηλαδή
[10:46] Μ.Ε. Ε στο τραπέζι δεν τρώγαμε λιγότεροι, λοιπόν τον πήρε και τον έβαλε στον αχυρώνα και μια έκοβε λίγο το χέρι μία χτύπησε η αγελάδα δώστε μου λίγο φάρμακο οπότε του λένε πάρε και ενέσεις φτιάξε τον άνθρωπο καλά οι Ιταλοί καταλαβαίνετε τώρα αλλά ήταν άνθρωποι και αυτοί. Οι Ιταλοί δεν τον ήθελαν τον πόλεμο και πολλά άλλα έτσι μικροπράγματα συνέβαιναν.
[10:20] Σ.Ν. Δεν πείραζαν δηλαδή τους ανθρώπους
[10:22] Μ.Ε. Τους πείραζαν άλλο ένα παράδειγμα μια ξαδέρφη του πατέρα μου ήταν με τους Ιταλούς ήταν τέτοια η κοπέλα και κάτι είχαν εκεί δεν ξέρω ακριβώς λεπτομέρεια και πάει λέει στους Ιταλούς ότι αυτός έχει πιστόλι και κατέβηκε ο πατέρας μου είχε κατεβεί στο Καστράκι και τον έπιασαν, άρχισαν να τον χτυπάνε, ειδοποίησαν στο Μουργκάνι κάποιος ανιψιός ανέβηκε και είπε το συμβάν, πήγε ο αδερφός μου το είπε στους Ιταλούς κατέβηκαν οι Ιταλοί και τον πήραν αμέσως. Συνέβαιναν αυτά.
[12:11] Μ.Ε. Ας πούμε όταν έγινε η μάχη της Μερίτσας αργότερα μας πήραν οι Ιταλοί και μας πήγαν μέσα στο δάσος και μας έκρυψαν και μας λένε δεν θα βγείτε θα σας πάρουμε εμείς
[12:25] Σ.Ν. Σας βοήθησαν δηλαδή να κρυφτείτε;
[12:27] Μ.Ε. Ναι γιατί δεν ήξεραν και αυτοί τι θα κάνουν και όπως θυμάμαι καλά ένας Ιταλός έλειψε τώρα σκοτώθηκε τι έκανε; Ξέρω ότι είχε λείψει από αυτούς που έμεναν στο σπίτι δηλαδή
[12:49] Σ.Ν. Θυμάστε το περιστατικό με τα δρώμενα;
[12:56] Μ.Ε. Τη μάχη της Μερίτσας;[ Η «Μάχη της Μερίτσας», γνωστή και ως «Μάχη της Οξύνειας», διεξήχθη στις 11-12 Φεβρουαρίου 1943 στην περιοχή της Μερίτσας (σημερινή Οξύνεια) κοντά στην Καλαμπάκα, μεταξύ δυνάμεων του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) και ενός ιταλικού τάγματος. Ήταν μια νίκη των Ελλήνων ανταρτών, οι οποίοι εξουδετέρωσαν το ιταλικό τάγμα, αιχμαλωτίζοντας Ιταλούς στρατιώτες και καταλαμβάνοντας όλο τον εξοπλισμό τους, γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη νικηφόρα μάχη της Εθνικής Αντίστασης και ενίσχυσε σημαντικά το ηθικό των αγωνιστών.] Όχι, ήταν μακριά από εμάς γύρω στα 10-15 χιλιόμετρα μακριά η μάχη μετά φύγαμε δεν είδαμε τίποτα. Πέρασαν δεν ξέρω πόσες μέρες και ήρθαν και μας πήρανε γιατί μας είπαν δεν θα φύγετε θα έρθουμε εμείς να σας πάρουμε
[13:14] Σ.Ν. Από το Μουργκάνι σας πήραν και σας βοήθησαν;
[13:19] Μ.Ε. Ναι και τα ζώα μας και όλα.
[13:25] Σ.Ν. Αργότερα; Αφού επιστρέψατε και έφυγαν οι Ιταλοί, οι Γερμανοί;
[13:31] Μ.Ε. Μετά άρχισαν οι Γερμανοί οι οποίοι ήταν κακοί, φύγαμε πήγαμε στο βουνό κατεβαίναμε κι άλλο ένα ωραίο περιστατικό θα σας πω, κατεβαίναμε το φθινόπωρο του 1943 είμαι σίγουρη γι’ αυτό γιατί ξέρω, κατεβαίναμε από το βουνό για τα Τρίκαλα γιατί λέγανε ότι στα Τρίκαλα δεν τους πειράζουν. Όταν φτάσαμε στη Διάβα [Η Διάβα είναι χωριό του νομού Τρικάλων[2] και υπάγεται στη Δημοτική Ενότητα Καλαμπάκας του Δήμου Μετεώρων.[3][4] Βρίσκεται στα ριζά της Πίνδου, απέναντι από τα Μετέωρα κοντά στη Καλαμπάκα και τον Πηνειό ποταμό] απέναντι μας είδαν εδώ στον Αη-Λια στην Καλαμπάκα που είναι στην άκρη ξέρετε είχαν φυλάκιο οι Γερμανοί μας είδαν τότε δεν υπήρχαν και δέντρα και έφυγε ένα αυτοκίνητο με Γερμανούς να έρθουν να μας πάρουν αφού είχαμε ζώα και περνώντας είδαμε ένα κάτι σαν σπιτάκι, εμένα με είχε ο πατέρας μου το θυμάμαι πάρα πολύ καλά στους ώμους έτσι και περπατούσαν φοβισμένοι όλοι και εγώ φοβισμένη μαζί με αυτούς. Και λέω μπείτε μέσα στην εκκλησία να προσκυνήσουμε και η Παναγία θα τους ρίξει μέσα στο ποτάμι τελικά δεν με πίστευαν μετά με πίστεψαν και μπήκαμε μέσα ήταν όντως εκκλησία κάναμε θυμάμαι έκανα κι εγώ μετάνοιες και όταν βγήκαμε έξω τι λέτε να είδαμε; Σε μια δίνη του ποταμού είχε πέσει το αυτοκίνητο όπως τους είπα και γλιτώσαμε δηλαδή κάτι πραγματικά…
[15:19] Σ.Ν. Ναι ναι σας βοήθησε
[15:21] Μ.Ε. Και στα Τρίκαλα θυμάμαι πολλά περιστατικά ας πούμε όταν κρέμασαν εφτά (7) άτομα στα Τρίκαλα, στην πλατεία, ήταν τόσο τρομακτικό πράγμα με πήρε η ξαδέρφη μου και πήγαμε
[15:36] Σ.Ν. Το είδατε δηλαδή;
[15:37] Μ.Ε. Το είδα, τους είχαν γκρι κουκούλες, γκρι ρούχα και κουνιούνταν έτσι (δείχνει)
[15:48] Σ.Ν. Αυτούς τους είχαν συλλάβει σαν αιχμάλωτους; Ήταν κάποιο αντάρτες;
[15:54] Μ.Ε. Ναι κάτι ήταν τέτοιο, είχε μείνει μεγάλη ιστορία στα Τρίκαλα γι’ αυτό και μετά γυρίσαμε στο Μουργκάνι, άρχισε ο εμφύλιος ο πατέρας μου ήταν ο δεύτερος από όλους
[16:18] Σ.Ν. Τι εννοείται; Θέλετε να μας εξηγήσετε;
[16:22] Μ.Ε. Δηλαδή δεν είπε για κανέναν κακό δεν έκανε σε κανέναν κακό ούτε στους μεν ούτε στους δε (σταματάει να πιει λίγο νερό) έλεγε Έλληνες και οι μεν Έλληνες και οι δε καταλάβατε;
[16:44] Σ.Ν. Δεν πρόδωσε κάποιον;
[16:46] Μ.Ε. Όχι μόνο αυτό τους κρύβαμε και τους μεν και τους δε πάντα θα λέγαμε δεν ξέρουμε, καλή κουβέντα
[16:58] Σ.Ν. Πολέμησε κάποιος από την οικογένεια σας στο αντάρτικο;
[17:04] Μ.Ε. Στο αντάρτικο τρία (3) ξαδέρφια μου ο ένας από την ίδια οικογένεια, ο ένας ήταν με τους Γερμανούς αντάρτης καταλάβατε όχι με τον εμφύλιο. Ήταν με τους Γερμανούς, ο οποίος και αυτόν τον θυμάμαι περνούσαν οι αντάρτες και πήγαιναν προς τα πάνω στα βουνά και σταμάτησε εκεί ήταν άρρωστος και θυμάμαι την μάνα μου που του έλεγε «κάτσε εδώ Αλέκο θα σε κοιτάξω εγώ να γίνεις καλά και μετά φεύγεις», «Άσε με θεία να πάω», από τη μια μας είπαν ότι τον έκαψαν οι Γερμανοί σε ένα χωριό που είχαν νοσοκομείο οι αντάρτες, αργότερα μάθαμε ότι ήταν με κάποιον από εδώ Έλληνα και βρήκαν λίρες και τον σκότωσε εκείνος και πήρε τις λίρες τώρα ποιο είναι αλήθεια δεν ξέρω τι να σας πω.
[18:18] Σ.Ν. Που είχαν νοσοκομείο οι Γερμανοί;
[18:23] Μ.Ε. Όχι στην Κρανιά [Η Κρανιά Ασπροποτάμου είναι ένα ορεινό χωριό στην περιοχή του Ασπροποτάμου, κοντά στην Καλαμπάκα και την Πίνδο] σε ένα άλλο χωριό δεν θυμάμαι πως το λένε τώρα το όνομα του μετά την Κρανιά όχι οι Γερμανοί οι Έλληνες το είχαν ναι σας είπα στο βουνό και πήγαν οι Γερμανοί τους έκαψαν.
[18:43] Σ.Ν. Βοηθούσαν δηλαδή οι Έλληνες τους αντάρτες;
[18:47] Μ.Ε. Όχι μόνο τους βοηθούσαν οι περισσότεροι είχαν και κάτι μα σας έλεγα και μετά το περιστατικό που ήταν με τους Ιταλούς δεν αρμέγανε τα ζώα και πήγαιναν στο ποτάμι και τα άρμεγαν θα μου πεις τώρα το γάλα; Και το γάλα και αυτό βοήθεια ήταν. Λίγο ψωμί καμιά φορά.
[19:18] Σ.Ν. Φυσικά ήταν εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα να βρείτε φαγητό
[19:26] Μ.Ε. Πολύ δύσκολο σας είπα τώρα με την περίπτωση και αργότερα πάντα δεν υπήρχε ευκολία στο φαγητό, θυμάμαι την μάνα μου γιατί κατέβαιναν από τα χωριά ο κόσμος στην Καλαμπάκα να πάει στο γιατρό, να ψωνίσει κάτι ξέρω εγώ όταν ήταν απόλυτη ανάγκη και όταν ανέβαιναν συνήθως ήταν μεσημέρι θυμάμαι την μάνα μου τις περισσότερες φορές που έλεγε άντε κορίτσι μου να σκουπίσουμε εμείς την κατσαρόλα να χορτάσουμε να φάμε και λίγο γιαούρτι, λίγο τυρί και έκανε και το χέρι έτσι να του δώσουμε μια μπουκιά το έλεγε μπουκοσιά να μπορέσει να φτάσει στο σπίτι του δηλαδή αυτή ήταν η ζωή που κάναμε, όλοι ενωμένοι.
[20:16] Σ.Ν. Τι τρώγατε συνήθως; Ποια ήταν τα φαγητά που είχατε στην καθημερινότητα σας;
[20:22] Μ.Ε. Το κρέας ήταν λίγο σπάνιο εμείς είχαμε την πολυτέλεια να έχουμε τα ζώα. Η μάνα μου έκανε το καλύτερο βούτυρο θα πιστέψετε δεν μπορώ να φάω βούτυρο τώρα γιατί έχω την γεύση εκείνη; Έφτιαχνε, είχε έτσι ένα μεγάλο που το έλεγαν μπουτινέλο [Παραδοσιακό ξύλινο σκεύος για Βούτυρο – Κάδη – Μποτινέλο με Φαρδύ Στόμιο Νο1 είναι το παραδοσιακό ξύλινο σκεύος στο οποίο ρίχνανε το γάλα ή την κορυφή (κρέμα γάλακτος) και το χτυπούσαν μέχρι να παράγουν βούτυρο και βουτυρόγαλα]. και χτυπούσε το βούτυρο. Το καλοκαίρι ερχόταν από Καστράκι συνήθως ο κόσμος, θέριζαν, σκάλιζαν τα χωράφια ξέρω εγώ και αυτό το έκανε στο υπόγειο ήταν δροσερό με κρύο νερό και όταν έβγαζε το βούτυρο έπαιρνε το ξινόγαλο σε ένα γκιούμι [Παραδοσιακό Δοχείο Γάλακτος] και μια ή δύο κούπες και πήγαινε στα χωράφια και το μοίραζε. Ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που το θυμούνται.
[21:16] Μ.Ε. Όταν κατέβηκε από την Μεγάλη Κερασιά και έφτιαξαν το Μουργκάνι αυτοί είχαν άγνοια των πραγμάτων αρρώσταινε κάποιος έπαιρνε το θερμόμετρο, την ασπιρίνη που ήταν απαραίτητα στο σπίτι μας και ότι είχε, ότι είχε. Την θυμάμαι μια φορά το μισό μήλο που έτρωγε πήρε και πήγαινε αμέσως στον άρρωστο να τον πάει το θερμόμετρο, την ασπιρίνη και όταν βάζαμε να πλύνουμε τότε δεν υπήρχαν πλυντήρια έπαιζαν τα παιδιά και τα φώναζε ελάτε να σας λούσω και να σας δώσω από μια φέτα ψωμί με μέλι γιατί είχαμε και μελίσσια. Ακόμη υπάρχει κάποιος πιτσιρικάς που ήταν τότε και τώρα θα είναι 80αρης και αυτός άμα με βλέπει στο δρόμο έλα να σε κεράσω, έλα να σε πάρω με το αυτοκίνητο να ξεχρεώσω μια φέτα μέλι από την μάνα σου.
[22:28] Σ.Ν. Ήταν πολύ σημαντικό εκείνα τα χρόνια ε;
[22:30] Μ.Ε. Ε βέβαια, το πιάτο το φαγητό που έτρωγε ο άλλος. Πάρα πολλές, άλλη μια περίπτωση που θυμάμαι πάλι. Το 1947 είχαν αρχίσει να φτιάχνουν το δρόμο Καλαμπάκα-Γιάννενα και νοίκιασαν ένα δωμάτιο αφού το μοναδικό σπίτι ήταν και έμεναν οι οδηγοί ξέρω εγώ που έφτιαχναν τον δρόμο όχι εργάτες και είχε έρθει και ένας μηχανικός από την Αθήνα. Εγώ ήμουν έξω 7 χρονών τότε, μιλούσε με τον πατέρα μου και εγώ είχα κολλήσει επάνω στον πατέρα μου και τον θαύμαζα γιατί είχε κοστούμι δεν είχα ξαναδεί. Είχε κοστούμι, ένα ωραίο πουκάμισο και είχε μια θαλασσί σατέν γραβάτα δεν είχε ξαναδεί πράγμα ρούχο να γυαλίζει, γελάτε τώρα έτσι; Και είχα κολλήσει επάνω του. Μιλούσαν με τον πατέρα μου και τον ακούω σε μια στιγμή αυτόν τον ωραίο άνθρωπο να λέει «τον φτωχό Νώντα, Επαμεινώνδα τον έλεγαν τον πατέρα μου τον φώναζα Νωντα, πάτα τον στο λαιμό». Κάτι του είπε ο πατέρας μου και γυρίζει και λέει «δεν είναι ότι θα δαγκώσει το χέρι που θα τον ταΐσει αλλά θα καταστρέψει και το στομάχι του» τότε τον κάκισα δεν φαντάζεστε πόσο. Γιατί και εμείς φτωχοί ήμασταν θα μας πατήσει στο λαιμό; Σήμερα θα τον έλεγα προφήτη γιατί εκείνη η ανθρωπιά, εκείνη η αγνότητα δεν υπάρχει πουθενά.
[24:30] Σ.Ν. Έχετε δει δηλαδή άσχημα περιστατικά;
[24:35] Μ.Ε. Ιδιαίτερα όχι, σκοτωμένους ανθρώπους έχω δει αλλά να τους σκοτώνουν τον μόνο που έχω δει ήταν αυτόν που τον χτυπούσαν οι Γερμανοί και λίγο μετά φύγαμε
[24:52] Σ.Ν. Τι; Πως έγινε εκείνη την ημέρα τι είχε συμβεί θυμάστε;
[25:00] Μ.Ε. Δεν έχουμε ιδέα, ούτε η μάνα μου είχε ιδέα απλώς τον είδαμε να τον περνάνε οι Γερμανοί όχι από τον δρόμο, πίσω είχε γίνει σιδηροδρομική γραμμή που πήγαινε μέχρι Κοζάνη αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί από εκεί πίσω τον κρατούσαν
[25:21] Σ.Ν. Εδώ, στο Καστράκι ή στο Μουργκάνι;
[25:23] Μ.Ε. Στο Μουργκάνι. Στο Καστράκι δεν έχω ιδέα για τις ιστορίες γιατί δεν έμεινα μετά που πήγα σχολείο ας πούμε όταν ξεκίνησε το σχολείο να πάω κάναμε κάτω από τα δέντρα μάθημα δεν υπήρχε το σχολείο.
[25:44] Σ.Ν. Δεν υπήρχαν τάξεις; Δεν υπήρχε το κτίριο
[25:47] Μ.Ε. Υπήρχε το κτίριο, δεν είχε καταστραφεί αλλά δεν μπορούσαμε να μπούμε μέσα έπρεπε να συντηρηθεί λίγο και κάναμε κάτω από τα δέντρα
[25:55] Σ.Ν. Πόσα παιδιά ήσασταν στο σχολείο θυμάστε;
[25:59] Μ.Ε. Πάρα πολλά παιδιά πάνω από 100
[26:01] Σ.Ν. Και πως γινόταν το μάθημα τότε στην αυλή κάτω από τα δέντρα; Πόσο εύκολο ήταν;
[26:11] Μ.Ε. Καμιά ευκολία. Τετράδια, βιβλία δεν υπήρχαν. Είχαμε μια πλάκα με πλακοκόνδυλο [H πένα από φτερό] που το έλεγαν, γράφαμε τι γράφαμε αυτό τους πρώτους δύο (2) τρεις (3) μήνες που ξεκινήσαμε γιατί μετά μπήκαμε στις τάξεις. Ας πούμε περνούσε η δασκάλα και μας έλεγε γράψε το Α, γράφεται έτσι, το έγραφε αυτή και γράψτε και εσείς στο κάθε παιδί. Μετά στο σχολείο είχαμε πίνακες. Ο δάσκαλος μας πρώτη δημοτικού ήταν πάρα πολύ καλός. Εν τω μεταξύ ήμουν εγώ που ήμουν 6-7 χρονών το 1946-47 πήγα σχολείο αλλά ήταν και παιδιά 13-14 χρονών πρώτη δημοτικού που δεν μπορούσαν να πάνε όπως ο αδερφός μου που ήταν 16 χρονών και πήγαινε έκτη δημοτικού και επειδή είχε πάει και ένα, ενάμιση χρόνο στα Τρίκαλα σχολείο καταλαβαίνετε. Αλλά αυτός ο δάσκαλος πρώτη δημοτικού ήταν πολύ καλός, πολύ άνθρωπος συγκεκριμένα είχε και ένα βιολί και μας έλεγε αν θα διαβάσετε όλοι παιδιά και θα το ξέρετε το μάθημα θα πάρουμε και το βιολί και θα τραγουδήσουμε, θα χορέψουμε για την ηλικία μας ήταν πολύ καλό αυτό. Άμα δεν το ξέρετε θα το πούμε πάλι από την αρχή και πάλι από την αρχή και μας έμαθε και γράμματα. Ενώ αντίθετα δευτέρα δημοτικού ήταν ένας δικτάτορας πάντα κρατούσε την βέργα στο χέρι άντε να μάθει γράμματα ένα μικρό παιδί. Μια μέρα συγκεκριμένα έπιασε ένα παιδί, μεγάλο βέβαια και άρχισε να το χτυπάει τι να σας πω εμείς να φωνάζουμε μαζεύτηκαν οι δάσκαλοι όλοι και τρομάξαν να το βγάλουν από τα νεύρα του.
[28:19] Σ.Ν. Έκανε κάποια αταξία το παιδί και εκνευρίστηκε;
[28:22] Μ.Ε. Ε κάτι μίλησε εκεί μα δεν χρειαζόταν πολλά σ’ αυτόν τον δάσκαλο. Ένα χρόνο έμεινε μετά έφυγε από εμάς δεν ξέρω που πήγε
[28:35] Σ.Ν. Και δεν τιμωρήθηκε γι’ αυτή την πράξη; Ήταν συνηθισμένο;
[28:38] Μ.Ε. Συνηθισμένο μέχρι τώρα, ένας ανιψιός μου τώρα τα τελευταία 30 χρόνια περίπου βάλε να ήταν και 40 είχε πάει στην Αριδαία [Η Αριδαία είναι πόλη και έδρα του Δήμου Αλμωπίας στην Περιφερειακή Ενότητα Πέλλας της Μακεδονίας.] σε ένα χωριό και ένα πρωί πήγε ένα κοριτσάκι από άλλο χωριό και του πήγε και την βέργα και το ρώτησε, μας την έλεγε αυτή την ιστορία, γιατί την πήγε την βέργα, «να με χτυπήσετε κύριε γιατί άργησα». Γιατί άργησες; της λέει, «δεν μπορούσα να περάσω το ποτάμι και περίμενα να περάσει κανένας για να με περάσει». Και θα σε χτυπήσω; Καταλαβαίνετε τι ήταν ο προηγούμενος δάσκαλος, αυτά νομίζω μετά το 1980 απαγορεύτηκε το ξύλο στα παιδιά.
[29:45] Σ.Ν. Οι οικογένειες; μέσα στις οικογένειες υπήρχε ο ξυλοδαρμός; Σαν μέτρο τιμωρίας;
[29:55] Μ.Ε. Βεβαίως, εκτός από εμάς, εγώ δεν έφαγα ξύλο από την μάνα μου ή τον πατέρα μου ή μάλλον από τον πατέρα μου έφαγα έναν μπάτσο (εννοεί σφαλιάρα)
[30:09] Σ.Ν. Πως συνέβη; Για ποιο λόγο συνέβη;
[30:12] Μ.Ε. Κάπου δεν έπρεπε να πάω και εγώ πήγα. Δεν το ήξερα όμως, και λέει δεν έπρεπε να πας εκεί και μου έριξε ένα μπάτσο και δεν ξέρω το γιατί, δεν το έμαθα ακόμη
[30:32] Σ.Ν. Κρύβανε δηλαδή οι γονείς από τα παιδιά τότε κρύβανε πράγματα δεν τα συζητούσαμε όλα
[30:40] Μ.Ε. Οπωσδήποτε. Η μάνα μου μου έλεγε όχι μόνο σε εμένα και στα αγόρια της, μου έλεγε το εξής, της έλεγα «να πάω στην Νικολέττα;» άμα δεν της άρεσε μου έλεγε «μμμ εγώ δεν το βρίσκω σωστό αλλά κάτσε κάτω και σκέψου είναι σωστό αυτό που θα κάνεις;» θυμάμαι που κουνούσε το κεφάλι έτσι «άμα το νομίζεις κάνε το αλλά ένα πράγμα μην μου το λερώσεις (εννοεί και δείχνει το μέτωπο) σκότωσε με μη μου το πιάσεις μονάχα» τι θα κάνατε εσείς; Θα πηγαίνατε; Θα το κάνατε;
[31:24] Σ.Ν. Δύσκολη απόφαση
[31:26] Μ.Ε. Ενώ αν με έδερνε και με μάλωνε και μου απαγόρευε θα το έκανα. Μια άλλη φορά ήταν το 1954 γιατί πήγαινα δευτέρα Γυμνασίου, τα Χριστούγεννα. Ήταν όλοι άρρωστοι στο σπίτι, εγώ και ο μεγάλος αδερφός μου και μου λέει φτιάξε μου δύο αβγά να φάω, του λέει ο πατέρας μου εσύ δεν μπορείς να τα φτιάξεις; Ο πατέρας μου ήταν και μάγειρας, τι γυναίκα είμαι εγώ; το αντρικό τότε πως ήταν. Το απόγευμα για να πάει στα ζώα χρειαζόταν βοήθεια έλα Λούλα πάμε; Ο πατέρας μου δεν είπε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή γυρίζει και του λέει άντρας είναι η Λούλα; , από Ελευθερία με φωνάζουν Λούλα, άντρας είναι να έρθει; Ε, λέει πως θα πάω εγώ; Εσύ δεν ήσουν γυναίκα να φτιάξεις δύο αβγά αυτή είναι άντρας να κρατήσει τα ζώα; Ξέρετε ότι ο αδερφός μου έγινε η καλύτερη νοικοκυρά; Τώρα σας λέω πως μεγάλωσα εγώ
[32:44] Μ.Ε. Εν’ τω μεταξύ σας είπα για τον έναν τον ξάδερφο μου, ο άλλος ξάδερφος μου είχε τελειώσει το σχολείο και είχε πάει σχολή ευέλπιδων, ήρθε με άδεια και είχε μια κοπέλα. Ένας άλλος ήθελε αυτή την κοπέλα και πάει στην αστυνομία και λέει αυτός είναι με τους αντάρτες ενώ ήταν στη σχολή ευέλπιδων το παιδί. Το έπιασαν, τον έσπασαν στο ξύλο, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνουν έλεγχο αν ήταν αν δεν ήταν αρκεί που είπε κάποιος έφτανε.
[33:23] Σ.Ν. Αυτό ήταν αρκετό;
[33:26] Μ.Ε. Ναι, τον έσπασαν στο ξύλο, τον έδιωξαν από την σχολή και έφυγε πήγε με τους αντάρτες. Τον έπιασαν εκεί και τον σκότωσαν.
[33:37] Σ.Ν. Οι Γερμανοί τον σκότωσαν;
[33:39] Μ.Ε. Όχι μετά τους Γερμανούς, σας είπα στους χωροφύλακες πήγε. Και το τρίτο παιδί της θείας μου, τρία (3) παιδιά έχασε στον πόλεμο. Αυτός πάλι είχε μια κοπέλα, την εγκατέλειψε και όταν είχαν βάλει νάρκες οι αντάρτες στον δρόμο και ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο πάτησε μια νάρκη και σκοτώθηκαν. Πήγε αυτή και είπε ότι την έβαλε αυτός ενώ δεν την είχε βάλει αυτός ήταν στο εργαστήριο δούλευε εκεί χωρίς να πάρουν μαρτυρίες ενώ είχε το τσαγκάρικο και ήταν στο τσαγκάρικο όλη την ημέρα. Τον έπιασαν και τον σκότωσαν στην Λάρισα, τον πήγαν στο δικαστήριο και τον σκότωσαν εκεί.
[34:44] Σ.Ν. Όποιος είχε έχθρα δηλαδή για κάποιον άλλο;
[34:47] Μ.Ε. Ναι γινόταν πάρα πολλά τέτοια
[34:51] Σ.Ν. Τι όφελος είχαν; Έπαιρναν χρήματα;
[34:54] Μ.Ε. Κανένα, όχι τίποτα απλούστατα υπήρχαν πολλοί κακοί άνθρωποι όπως υπήρχαν και πολλοί καλοί. Εν τω μεταξύ να σας πω η μάνα μου πέθανε 19 Μαΐου το 1964 και το χωριό που κατέβηκε την έβαλαν όλες οι γυναίκες στο ψυχοχάρτι
[35:24] Σ.Ν. Δηλαδή; Θέλετε να μας εξηγήσετε;
[35:27] Μ.Ε. Την μνημόνευαν όλοι και πήγε ένας παπάς και λέει όλοι έχετε και από μια Ελένη; Και του λένε αυτή ήταν η μάνα μας, ήταν ο άνθρωπος μας
[35:39] Σ.Ν. Όμορφη ιστορία
[35:45] Μ.Ε. Και το λέω σήμερα επειδή (εννοεί είναι η ίδια ημερομηνία που παραχώρησε την συνέντευξη)
[35:49] Σ.Ν. Σας ευχαριστούμε πολύ που ήσασταν σήμερα εδώ
[35:50] Μ.Ε. Και εγώ σας ευχαριστώ παιδιά που με ακούσατε, χάρηκα και ίσως κάποια άλλη φορά να τα ξαναπούμε.
Κάντε εγγραφή στο Newsletter μας
© 2025 Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας
| Δευτέρα: | 09:00 – 17:00 |
| Τρίτη: | 12:00 – 20:00 |
| Τετάρτη: | 09:00 – 20:00 |
| Πέμπτη: | 12:00 – 20:00 |
| Παρασκευή: | 09:00 – 17:00 |
Κάντε εγγραφή στο Newsletter μας
© 2025 Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας
ΩΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
| Δευτέρα: | 09:00 – 17:00 |
| Τρίτη: | 12:00 – 20:00 |
| Τετάρτη: | 09:00 – 20:00 |
| Πέμπτη: | 12:00 – 20:00 |
| Παρασκευή: | 09:00 – 17:00 |