Αποστολή της KDK είναι η παροχή παραδοσιακών και ηλεκτρονικών υπηρεσιών πληροφοριακού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού και ψυχαγωγικού περιεχομένου, με σκοπό την ενίσχυση της κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων της Καλαμπάκας
Εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις πραγματοποιούνται στο χώρο της Βιβλιοθήκης, στις κοινότητες του Δήμου Μετεώρων, αλλά και σε πανελλαδικό και διεθνές επίπεδο.
Αποστολή της KDK είναι η παροχή παραδοσιακών και ηλεκτρονικών υπηρεσιών πληροφοριακού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού και ψυχαγωγικού περιεχομένου, με σκοπό την ενίσχυση της κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων της Καλαμπάκας
Εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις πραγματοποιούνται στο χώρο της Βιβλιοθήκης, στις κοινότητες του Δήμου Μετεώρων, αλλά και σε πανελλαδικό και διεθνές επίπεδο.
[00:01] Ψ.Φ. Ονομάζομαι Ψύρρας Φώτης είμαι από τη Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας.
[00:08] Σ.Ν. Εγώ ονομάζομαι Νικολέττα Σιώρη, βιβλιοθηκονόμος στη Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας. Βρισκόμαστε στη Λάρισα με τον κύριο, το όνομά σας; Θα μας πείτε;
[00:23] Μ.Ν. Λέγομαι Μπρούτσος Νικόλαος .
[00:27] Σ.Ν. Πότε έχετε γεννηθεί;
[00:30] Μ.Ν. Το 1925.
[00:32] Σ.Ν. Ωραία, ευχαριστούμε. Θέλουμε να μας πείτε λίγα λόγια για τα παιδικά σας χρόνια.
[00:38] Μ.Ν. Τα παιδικά μου χρόνια είναι όλο φτώχια [γέλια…]. Ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος και οικοδόμος έγινα και εγώ αλλά από μικρός που άρχισα πριν το δημοτικό το καλοκαίρι δηλαδή είχα τέσσερα (4) μλάρια [εννοεί μουλάρια] και δύο (2) γομαράκια είχε και δύο (2) μουλάρια. Κοβόντουσαν πέτρα και έχτιζαν τα σπίτια.
[01:06] Σ.Ν. Πόσα αδέρφια ήσασταν;
[01:11] Μ.Ν. Αδέρφια; Εννέα (9) όλα. Ήταν τα πέντε (5) πέθαναν μικρά δηλαδή από δύο (2) χρόνια, από ένα (1). Ήταν κάτι ασθένειες τότε έκλειναν αυτά εδώ ο λάρυγγας και πέθαιναν. Πέθαναν εδώ στο χωριό απάνω από σαράντα (40) μικρά πέθαναν και από τα αδέρφια τα δικά μου και μετά έκανε άλλα με εμένα πέντε (5), άλλα τέσσερα (4). Και τα τέσσερα (4) αδέρφια πέθανε η μάνα, τ’ άφησε μικρά. Άλλο έξι (6), άλλο πέντε (5) τόσο μικρά μέχρι ένα (1) χρόνων. Πέθανε η μάνα και ήταν ο πατέρας. Με τον πατέρα έκαναμε [κάναμε], πάντρεψε εμένα για να κοιτάξω τα μικρά αλλά δεν μπορούσαμε. Ήταν νέος, σαράντα ένα (41) χρόνια είχε και παντρεύτηκε (εννοεί το πατέρας του), πήρε μία άλλη. Μ’ εκείνη έκανε ένα μικρό αλλά πέθανε αμέσως. Έμειναν τα μικρά τα παιδιά.
[02:15] Τότε ήταν οι Γερμανοί και ήταν πρώτα, πριν από αυτά που λέω οι Ιταλοί, είχαν έρθει απ’ την Ιταλία μετά τον αλβανικό πόλεμο ήρθαν οι Ιταλοί και κατέλαβαν Καλαμπάκα, Τρίκαλα όλα.
[02:31] Σ.Ν. Πού μένατε τότε;
[02:33] Μ.Ν. Τότε εμενάμε [μέναμε] στο χωριό.
[02:35] Σ.Ν. Σε ποιο χωριό;
[02:36] Μ.Ν. Στο Κακοπλεύρι [χωριό του Δήμου Μετεώρων στον Νομό Τρικάλων]. Τότε οι Ιταλοί ήταν μόνο στις πόλεις. Εκείνο τον καιρό το 1942 και λίγο θα ήταν έγινε μια μάχη της Οξύνειας [χωριό του Δήμου Μετεώρων στον Νομό Τρικάλων] , αν έχεις ακουστά. Ήμαν [ήμουν] και εγώ εκεί στη μάχη [Η Μάχη της Μερίτσας ή Μάχη της Οξύνειας διεξήχθη στις 11 και 12 Φεβρουαρίου 1943 μεταξύ 800 ανδρών του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), υπό το Νέστωρα Βώκα (ψευδώνυμο: «Τζαβέλλας»), το Νίκο Ζαράλη («Χασιώτης»),τον Αριστείδη Μπλούτσο (ΕΔΕΣ) και τον Ηλία Καφαντάρι («Αδαμάντιος») ενάντια σε τάγμα του Βασιλικού Ιταλικού Στρατού. Έλαβε χώρα στη Μερίτσα (σημερινή Οξύνεια) κοντά στην Καλαμπάκα. Στη μάχη, 137 Ιταλοί σκοτώθηκαν και 160 αιχμαλωτίστηκαν, μαζί με ολόκληρο τον εξοπλισμό τους, που περιελάμβανε 4 όλμους, 20 αυτόματα όπλα και πάνω από 2.000 χειροβομβίδες. Οι αντάρτες απελευθέρωσαν τους κρατούμενους, αλλά κράτησαν τον κατασχεθέντα εξοπλισμό].
[03:00] Σ.Ν. Πολεμήσατε;
[03:01] Μ.Ν. Τριακόσιοι (300) και οι Τριακόσιοι (300) γλύτωσαν 3-4 μόνο που έφυγαν νύχτα, έφυγαν και πήγαν στην Καλαμπάκα. Οι άλλοι 170 ήταν αιχμάλωτοι, 120 ήταν σκοτωμένοι. Τα βιβλία που βγήκαν παραπίσω αναλόγως τον άνθρωπο δεν έγραψε κανένας την αλήθεια. Αυτό το παράπονο έχω, δεν έγραψε ένας την αλήθεια να πεί ο τάδες, ο τάδες ήταν. Αυτός στράφηκε μπροστά, αυτός υπόφερε, αυτός πάει εξορία όλο όπου έκλινε ο καθένας. Τελευταίος ήταν, έφτιαξαμε [φτιάξαμε], έγραψαν πολλοί βιβλία απ’ το Αγιόφυλλο [χωριό του Δήμου Μετεώρων στον Νομό Τρικάλων] που ήταν κιόλας στην μάχη απ’ τους πρώτους αλλά άλλα ο ένας άλλα ο άλλος τώρα ποια είναι αληθινά. Τελευταία έκανε ο Παπαχρήστος (ο κ. Ευθύμιος Παπαχρήστος είναι φιλόλογος-ιστορικός και έχει γράψει αρκετά βιβλία τοπικής ιστορίας) αν έχετε ακουστά κι αν διάβασες το βιβλίο.
[04:00] Σ.Ν. Πως ξεκίνησε η μάχη της Οξύνειας;
[04:10] Μ.Ν. Α… πως ξεκίνησε;, ήταν πρώτα ήρθαν οι Ιταλοί δεν θυμάμαι ημερομηνίες όμως έκαναν τον αφοπλισμό όταν ήρθαν έκαναν κάνα εξάμηνο και μετά έπιασαν τα χωριά όλα. Περνούσε ο λόχος ξέρω εγώ πόσοι ήταν οι Ιταλοί, περνούσαν και έκαναν τον αφοπλισμό. Άμα δεν παρέδιδες όπλο σε σκότωναν στο ξύλο. Παρέδωσαμε [παραδώσαμε] όλοι, εγώ ο πατέρας μου εγώ θα είχα 12 χρόνια [εννοεί 12 χρονών ήταν] έπρεπε να παραδώσω για να γλυτώσω. Μ’ έκλεισαν και μένα μέσα στο σχολείο μαζί με τους άλλους. Ήμαν [ήμουν] μέσα και εκεί ο πατέρας παρέδωσε ένα όπλο, είχαμε όλοι όπλα κρυμμένα από ένα-δύο ο καθένας , άλλος τρία (3) είχε. Όπως τα παράτησε ο στρατός που τα πέταγε στο δρόμο εμείς τα μαζεύαμε και είχαμε όλοι όπλα. Οι Ιταλοί το ήξεραν αυτό και άρχισαν να χτυπάν γερά δηλαδή άμα δεν παρέδινες όπλο έπρεπε να παραδώσεις όπλο, έδινε ο ένας με τον άλλον και παρέδωσαν όλοι. Εγώ τώρα έμεινα ήμουν ο μικρότερος και κανα δύο άλλοι ήταν, εγώ παρέδωσε ο πατέρας ένα ξύλο, το βρήκε εκεί εγώ όπου περνούσε στρατιώτης πάεναμε [πηγαίναμε] εκεί που κάθονταν, πέταγαν τίποτα αυτοί, άλλος όπλο πέταγε άλλος όποιο δεν χρειάζονταν γιατί έπρεπε να περπατήσουν να πάνε στην Λάρισα, στην Αθήνα περπατώντας ως εκεί είχαν κάμποσα πράγματα ύστερα τα πέταγαν και αυτοί.
[05:55] Βρήκαμε, έπρεπε να τα μάσουμε [μαζέψουμε] ένα τι ήταν τώρα σημείωμα ήταν πέρα είχαν καταυλισμό και το πρωί έφυγαν αυτοί προς τα κάτω. Είχαν αφήσει όλη την γραφική ύλη του συντάγματος όλη εκεί γιομάτο [γεμάτο] βιβλία. Δεν με έκανε να πάρω βιβλίο τι να το κάνω αφού έγραφε για στρατιώτες, το ένα τ’ άλλο έμειναν τα βιβλία εκεί τα πήρε κανένας δεν τα πήρε. Τέτοια έγιναν με τους Ιταλούς.
[06:35] Μετά έγινε η μάχη, ξεκίνησαν πρώτα, είχε γένει [γίνει] η οργάνωση να περάσει το ΕΑΜ [Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) ήταν αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στην Ελλάδα κυρίως την περίοδο της κατοχής. Αποτέλεσε τη μαζικότερη αντιστασιακή οργάνωση επί κατοχής αλλά και την μαζικότερη πολιτική οργάνωση στη σύγχρονη Ελλάδα.Ιδρύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 από τους Λευτέρη Αποστόλου (ΚΚΕ), Χρήστο Χωμενίδη (ΣΚΕ), Απόστολο Βογιατζή (Αγροτικό Κόμμα) και Ηλία Τσιριμώκο (ΕΛΔ)], είχαν περάσει οι αντάρτες αυτοί που ήταν καμιά σαρανταριά (40), είχαν περάσει από το χωριό, στην Εκκλησία μέσα και είπαν ότι από εδώ και πέρα θα οργανωθείτε, θα μπείτε όλοι στο ΕΑΜ και θα κάνετε τούτο, το άλλο τι είπαν αυτοί εκεί πέρα να κάμουμε [κάνουμε]. Και είχαμε ψευτοοργανωθεί τα χωριά, εσύ ήσαν [ήσουν] το ΕΑΜ, εγώ ήμαν [ήμουν] να ειδοποιώ να μαζεύω τα ζώα άμα χρειάζονται οι αντάρτες αλλά ήταν οι γυναίκες δεν μπορούσαν πως να βάλουν τις γυναίκες πρώτες γιατί οι γυναίκες για να πηγαίνουν στο σπίτι, έρχονταν από έξω από κάνα κήπο. Δεν έρχονταν ίσια από εδώ να πάνε στο σπίτι, να περάσουν από την πλατεία. Πάεναμε [πηγαίναμε] από πέρα από Μύκανη [χωριό του Δήμου Μετεώρων στον Νομό Τρικάλων] να μην τις δει κανένας, σαν να ήταν κλέφτες και πήγαιναν σπίτι.
[07:45] Όταν ήρθε το ΕΑΜ λέει αυτά θα τα αφήσουμε, όταν ειδοποιούν να πηγαίνουν στο σχολείο θα ξεκινάνε ένα, δύο ότι θέλει ο καθένας, πότε θέλει, θα ξεκινάει χωρίς να ντρέπεται, χωρίς να φοβάται θε να έρχονται αυτού [εννοεί να πήγαιναν όπου ήθελαν]. Πρώτα έρχονταν κορίτσια δύο-τρία μαζί, κρύβονταν όταν περνούσαν από εμάς τότε ξεθάρρεψαν ύστερα και έρχονταν κοπάδι. Μόλις φώναζαν όλα τα κορίτσια να ‘ρθούν για να βγάλουν λόγο ένας κάποιος [εννοεί οποιοσδήποτε], να μαγειρέψουν γιατί θα ‘ρθει ένας λόχος ή άλλο τι έφτιαχναν εκεί πέρα, να πλύνουν τα ρούχα όποιος είχε. Τέτοια πράγματα, άρχισαν ύστερα τα κορίτσια και ερχόταν μόνα τους, περίλαβαν οι αρχηγοί των κοριτσιών, κορίτσια πάλι αλλά τα πιο ζωηρά, όποια είχαν μέσον άρχισαν να βγάζουν λόγο, ξεθάρρεψαν τα κορίτσια όλα. Ύστερα άρχισαν τα κορίτσια ποιήματα, άρχισαν θέατρα, χοροί μόνα τους τα κορίτσια τα ‘φτιαχναν αυτά ξεθάρρεψαν όλα, ήταν ελεύθερα.
[09:02] Τότε ήταν που έγινε η μάχη της Οξύνειας . Ήρθαν οι Ιταλοί, είχαν κάψει πρώτα την Οξύνεια [χωριό του Δήμου Μετεώρων στον Νομό Τρικάλων] γιατί δεν πήγαμε να πληρώσουμε, μας ειδοποίησαν, εμένα ύστερα στείλαν τον άλλον από το Μουργκάνι [χωριό του Δήμου Μετεώρων στον Νομό Τρικάλων] να πάω στην Αγναντιά [χωριό του Δήμου Μετεώρων στον Νομό Τρικάλων] με ένα σημείωμα. Μας είχαν, εβγαζάμε [βγάζαμε] σιδηρογραμμική γραμμή που είχαν ένωση κάτι σίδερα, μας έβαζαν και να ξηλώναμε. Μας είχαν δώσει τέτοια κλειδιά τα έλεγαν, τα στρίβαμε έτσι, ξεβίδωναν και έπαιρναν τα μεγάλα τα σίδερα 7-8 μέτρα πόσο ήταν, τα ‘παιρναν τα έβαζαν σ’ αυτά πως τα έλεγαν τα καροτσάκια τα μεγάλα. Τα πήγαιναν όλα στην Καλαμπάκα. Έρχεται ένας Γερμανός εκεί, με κάνει έτσι [εννοεί νόημα], πάμε πέρα ήταν ένας γύφτος από την Οξύνεια, Χαλκιάς λέγονταν. Αυτός ήταν τότε με την Ρωσία που έγιναν μπολσεβίκοι, ήταν στρατιώτης και έστελναν από την Ασία να πολεμήσουν στην Ρωσία να μην γίνει ο κομμουνισμός που έλεγαν. Πήγαν τους έπιασαν οι Ρώσσοι όλους αιχμάλωτους. ‘Υστερα τους έστειλαν από εκεί περπατώντας, τους βάζουν κυνήγι οι Γερμανοί. Είχε μάθει πέντε γερμανικά και μιλούσε με τον Γερμανό, με λέει θα πάρεις το σημείωμα και θα το πας στην Αγναντιά [χωριό του Δήμου Μετεώρων στον Νομό Τρικάλων]. Η Αγναντιά, κάθε εβδομάδα έπρεπε να στέλνουν 10 άτομα κάθε χωριό να δουλεύουν στα σίδερα μέσα σ’ αυτούς ήμουν και εγώ και εκείνη την εβδομάδα η Αγναντιά είχε οργανωθεί πρωτύτερα, είχε κάνα μήνα δεν έστειλε τους 10 και αυτοί έγινε αντιληπτό γιατί δεν τους έστειλε. Λέει παρουσιάστηκαν κάτι αντάρτες και δεν τους άφησαν να ‘ρθούν και έστειλαν ένα γράμμα, με έμενα ένα σημείωμα, πήρα το σημείωμα εγώ, πηγαίνω στην Αγναντιά ήταν ένας παραπίσω έγινε σαν αξιωματικός του χωριού αλλά ήταν του πανεπιστημίου δεν θυμάμαι πως λεγόταν πέρασαν χρόνια, 80 χρόνια πόσα είναι.
[11:31] Μου λέει τι θέλεις; Του λέω μ’ έστειλε ο Γερμανός να δώσω το σημείωμα εδώ ποιος είναι Πρόεδρος; Ποιος είναι Πρόεδρος να το δώσω. Δεν είναι κανένας Πρόεδρος μου λέει, ήταν Πρόεδρος αλλά τώρα δεν είναι κανένας, εγώ είμαι. Του λέω πως λέγεσαι; Μου είπαν να δώσω αυτό. Όχι μου λέει θα το δώσεις σε ‘μένα. Πάρ’ το λέω και εγώ και το έδωσα σ’ αυτόν και έφυγα. Μου είπαν θα πας να το δώσεις, ήταν Τετάρτη, είχα άλλα 3-4 μεροκάματα, μου λένε δεν θα ‘ρθείς ξανά θα σε γράψουμε ότι έκανες αυτό.
[12:07] Τελοσπάντων, έδωσα το σημείωμα και έφυγα και πήγα πίσω στο χωριό και τα σίδερα σιγά-σιγά παρακάτω-παρακάτω τα πήγαν όλα στην Καλαμπάκα.
[12:26] Σ.Ν. Αυτά τα σίδερα; Τι χρήση είχαν;
[12:31] Μ.Ν. Για το τρένο, έρχονταν το τρένο μέχρι εκεί που έγινε η μάχη. ‘Εφερνε τσιμέντα, έφερνε φορτηγά ξεφόρτωνε και γυρνούσε στην Καλαμπάκα. Προχωρώντας η γραμμή, έστρωναν σιδεριές είχαν κάθε 10-15 χιλιόμετρα και σταθμό αυτοί που έφτιαχναν, η εταιρία που έφτιαχνε αυτό, αλλά η εταιρία φτώχευσε και έμεινε η γραμμή άφτιαχτη.
[13:17] Για τη μάχη της Μερίτσας ναι [Η Μάχη της Μερίτσας ή Μάχη της Οξύνειας διεξήχθη στις 11 και 12 Φεβρουαρίου 1943 μεταξύ 800 ανδρών του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), υπό το Νέστωρα Βώκα (ψευδώνυμο: «Τζαβέλλας»), το Νίκο Ζαράλη («Χασιώτης»),τον Αριστείδη Μπλούτσο (ΕΔΕΣ) και τον Ηλία Καφαντάρι («Αδαμάντιος») ενάντια σε τάγμα του Βασιλικού Ιταλικού Στρατού. Έλαβε χώρα στη Μερίτσα (σημερινή Οξύνεια) κοντά στην Καλαμπάκα. Στη μάχη, 137 Ιταλοί σκοτώθηκαν και 160 αιχμαλωτίστηκαν, μαζί με ολόκληρο τον εξοπλισμό τους, που περιελάμβανε 4 όλμους, 20 αυτόματα όπλα και πάνω από 2.000 χειροβομβίδες. Οι αντάρτες απελευθέρωσαν τους κρατούμενους, αλλά κράτησαν τον κατασχεθέντα εξοπλισμό.], θέλω να πω τώρα πως άρχισε η δουλειά. Ύστερα, μετά από αυτό ήρθε ένας λόχος να πάρουν την δεκάτη λέγεται, 1 στα 10, δηλαδή στα 10 πρόβατα 1 πρόβατο, 10 μοσχάρια 1 μοσχάρι. Ήρθαν αυτοί, ήταν και 3 Καλαμπακιώτες, τους ξέρω έκανα και παρέα παραπίσω, ζητούσαν, έμασαν [μάζεψαν] πρόβατα. Αυτοί, κάποιος προδότης ήταν που είπε τι είχε ο καθένας, είχαν κατάστιχα. Ο παππούς έφερε 2 προβατίνες και αυτός ο Καλαμπακιώτης τις έπιασε τις προβατίνες και τις κοιτούσαν. Αυτοί τις είχαν , ήταν ένας καραμπινιέρος, δύο χωροφύλακες, ήταν και οι τρεις χασάπηδες ήταν αυτοί, τους είχαν από κοντά για να διαλέγουν τα καλά ζώα, γι’ αυτό τους είχαν τρείς, ένας Κοντούλης, ένας Γκίκας είχε μία έψηνε εκεί κατά τον Αή-Λια [Άγιος Ηλίας] και ο άλλος ήταν ένας Κουμπατσάρης έφυγε πήγε στην Καρδίτσα αυτός, ήταν και αυτοί μαζί.
[14:43] Εκεί που έφερε τα πρόβατα ο Λάβδας, ο Γιάννης όπως τον έλεγαν, έρχεται αυτός ο Κοντούλης και πιάνει μία προβατίνα και λέει τι το έφερες αυτό, το άλλο είναι καλό ετούτο είναι φτωχό. Δεν έχω όλα τέτοια είναι απάντησε και γυρνάει αυτός και του κόβει μία, τους είχαν δώσει και άρβυλα ιταλικά μεταχειρισμένα από τον στρατό και του δίνει μία τον πέτυχε τον παππού στην ουρά που λέμε. Έφυγε, την πήρε την προβατίνα και έφερε άλλο.
[15:22] Είχε γεμίσει το τρίγωνο εκεί στην Ελασσόνα [Η Ελασσόνα είναι πόλη του Νομού Λάρισας και έδρα του Δήμου Ελασσόνας. Είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες σειράς λόφων, στη νότια πλευρά του Ολύμπου.] εκεί μπροστά είχε γεμίσει πρόβατα, δαμάλια είχε… απ’ αυτά είχαν φέρει από ένα-δύο. Αυτή ήταν η δεκάτη η λεγόμενη. Έφυγαν οι Ιταλοί, τα πήραν ότι πήραν, άρχισαν ψευτομάχες δεξιά, αριστερά οι Ιταλοί άρχισαν να φέρνουν αντίρρηση, έγινε σαν επανάσταση. Μετά ήρθαν οι Γερμανοί αλλά πρόφτασαν οι Ιταλοί των Τρικάλων, ήταν μία μεραρχία, Πινερόλο λέγονταν, παραδόθηκε στο Μουζάκι [Το Μουζάκι είναι κωμόπολη και έδρα του ομώνυμου δήμου στη Θεσσαλία και την Περιφερειακή Ενότητα Καρδίτσας] πέρα εκεί με την κουβέντα που είχαν ότι θα τους αναλάβουν οι εγγλέζοι. Οι εγγλέζοι ήταν καμιά δεκαριά εκεί πέρα, εγγλέζοι μαζί με τους αντάρτες του ΕΑΜ. Νόμισαν ότι θα είναι υπό τη σκιά των Άγγλων. Αλλά οι αντάρτες του ΕΑΜ βλέποντας ότι αυτοί συνεργάζονται έκαναν πλιάτσικο και τους έπιασαν όλους τους Ιταλούς, τους πήραν τα όπλα, τα πυροβόλα, το ιππικό κάπου 300 άλογα ξέρεις θηρία. Και μετά που παραδόθηκαν οι Ιταλοί άρχισαν να έρχονται οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί καταλάμβαναν ποιες πόλεις είχαν οι Ιταλοί βάση τις καταλάμβαναν αυτοί, τις θέσεις όλες. Είχαμε να κάνουμε μετά με τους Γερμανούς.
[17:37] Όταν, τέλος πάντων εγώ είχα γίνει περίπου 15-16 χρονών, ο πατέρας μου αρρώστησε. Με το που αρρώστησε πήγε σ΄ένα, Αμπέλια [Τα Αμπέλια είναι χωριό της τοπικής κοινότητας Κλεινού, της δημοτικής ενότητας (τέως δήμου) Κλεινοβού, του δήμου Μετεώρων, της περιφερειακής ενότητας (τέως νομού) Τρικάλων] το λέγαμε, είχαμε ένα σπιτάκι εκεί φτιαγμένο όταν το είχε ο παππούς. Πήγε ο πατέρας άρρωστος εκεί, εμένα με πήραν το αντάρτικο ήταν το εφεδρικό ΕΛΑΣ [Ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (Ε.Λ.Α.Σ.) ήταν το στρατιωτικό σκέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) κατά την τριπλή κατοχή της Ελλάδας] Δεν ήταν ακόμη μόνιμοι, οι μόνιμοι ήταν αυτοί γενικά, ήταν 10-15 χιλιάδες αλλά μετά έγιναν 130 τόσες με το εφεδρικό.
[18:17] Ο πατέρας είχε πνευμονία, δεν είχε κάτι σοβαρό αλλά δεν υπήρχαν ούτε ενέσεις ούτε τίποτα, ότι σ’ έπιανε να πάρεις να σε βοηθήσει μια ένεση, ένα χάπι τίποτα από αυτά. Πέθανε στην καλύβα αυτή, πήγα τον πήρα, τον έθαψα, έπεσαν τα μικρά όλα σε ‘μένα, δεν ήταν άλλος. Τα πήρα εγώ να τα μεγαλώσω, ζει ο αδερφός μου αλλά είναι ανάπηρος τώρα στην Γερμανία. Αυτός τότε ήταν 1,5 χρονών, ο άλλος ήταν 3, ο άλλος ήταν 5, ο άλλος 7. Ήταν μέχρι 8 χρονών, τα μεγάλωσα τα παιδιά, τα έφτιαξα μεγάλα. Έγιναν οι παιδουπόλεις [Οι Παιδουπόλεις ή Παιδοπόλεις ιδρύθηκαν το 1947, κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου με πρωτοβουλία της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης.] τότε ήταν και πρόεδρος ο Αθανασούλας, με βοήθησε μου έκανε την αίτηση, έβαλε έναν δάσκαλο και έκανε την αίτηση στην παιδούπολη και πήρα τον μικρότερο τον πήγα στην Λάρισα ήταν η παιδούπολη τότε, ήταν γεμάτη παιδιά . Μ’ έστειλε στον Αλέκο τον Παπαθανασιάδη, ήταν εδώ πάνω στο σπίτι, έγραψε ο παππούς αυτό και αυτό είναι ορφανό και πήρε στην παιδούπολη του είπαν δεν δικαιούται να πάρουμε άλλον διότι έχει συμπληρωθεί προ πολλού. Παίρνει τηλέφωνο τον Δεσπότη του λέει όλη τη συνέχεια και λέει να πάει τώρα θα πάρω εγώ τηλέφωνο. Παίρνει τηλέφωνο ο Δεσπότης, τι έκανε εκεί με τον αρχηγό να πάει το παιδί εκεί, ενώ μας είχαν διώξει. Πηγαίνω εκεί, μόλις είδαν εσύ είσαι από το Δεσπότη με ρώτησαν το πήραν το παιδί, τρία χρόνια έκανε εκεί, μεγάλωσε στην παιδούπολη, του είπαν να πάει στο ναυτικό δεν πήγε. Μετά από ένα εξάμηνο πήγε ο άλλος ο αδερφός μου, Βασίλη τον έλεγαν αυτόν. Αυτόν όταν έγινε 16-17 χρονών τον πήραν σε μία σχολή ήταν τότε, όπως βγαίνουν σήμερα οι λοχίες που πηγαίνουν στον στρατό. Έτσι τους πήραν τότε και έγινε ανθυπασπιστής. Αλλά τους έβαλε η αναρχία, αυτός κοιτούσε να φύγει, τον έγραψε ο άλλος που ήταν στην Γερμανία, ο μικρότερος ότι έτσι, έτσι περνάω εγώ, δουλεύω, παίρνω λεφτά άμα θέλεις να έρθεις και είχε το νου να παραιτηθεί και να φύγει αλλά έπρεπε να κάνει 12 χρόνια για να μπορέσει να φύγει. Δεν έκατσε, έκανε αταξίες εκεί αλλά ήταν της παιδούπολης και ήταν της Φρειδερίκης [εννοεί την Βασίλισσα Φρειδερίκη] και δεν τον έκαναν τίποτα.
[21:29] Μια μέρα γίνονταν ένας γάμος δίπλα σ’ ένα χωριό, είχαν πάει γυμνάσια [εννοεί σε ασκήσεις] πάνω και γύρισαν στον καταυλισμό. Πήγαν 4 φαντάροι και αυτός μαζί αξιωματικός κιόλας, πήγαν στον γάμο τι έκαναν εκεί μέθυσαν όλοι. Στον γυρισμό πιάνουν μια δροσιά λίγο εκεί, περνούσε ο δρόμος μέσα από τα χωράφια, τους αδειάζει όλους [το αυτοκίνητο εννοεί] σκοτώνει τον αδερφό μου, σκοτώνονται και τα άλλα τα παιδιά έμεινε ένας μόνο από τους 5-6 που ήταν.
[22:12] Πάει και αυτός, έμεινε μόνο η αδερφή μου, μια αδερφή είχα και αυτός που είναι ανάπηρος στην Γερμανία. Σκολασάμε [εννοεί τελειώσαμε] από τα παιδιά. Αφού έφυγαν μείναμε εγώ, η Ανδρομάχη, είχαμε και μία ανιψιά.
[22:32] Άρχισα σιγά-σιγά να γνωριστώ στην Καλαμπάκα, ύστερα μ’ είδαν ότι είμαι καλός μάστορας και εύκολος δηλαδή έτσι στην κουβέντα και έπιασα στην Καλαμπάκα έγινα ο πρώτος με το συνεργείο που είχα. Τα περισσότερα σπίτια τα μεγαλύτερα τότε όχι τώρα, τα φτιάξαμε εμείς. Είχαμε όνομα καλό, εμένα με ξέρουν όλοι οι παππούδες, οι γιαγιάδες έλεγαν στους ντόπιους να πιάσουν μια σταλαγματιά που έτρεχε το κεραμίδι και άνοιγαν άλλες δύο στην άλλη μεριά και έπαιρναν το 20αρι [εννοεί χρήματα για διαρροές που υπήρχαν στα σπίτια] ύστερα έπιανε μια βροχή φώναζαν πάλι. Ύστερα έμαθαν για μένα, πήγαινα εγώ δεν έπαιρνα μου το έβαζαν [εννοεί χρήματα] στην τσέπη με το ζόρι. Εμένα έπαιρναν όλοι δεν μπορούσα να ξεφύγω να πάω να κάνω τις σταλαγματιές γιατί τους γελούσαν [εννοεί τους κορόϊδευαν]. Έπιανε βροχή ξανά έλα πάλι, έπαιρνα άλλα 20σαρια πάλι.
[23:44] Έτσι, αλλά ύστερα πιάστηκα καλά, πιάσαμε οικοδομές πολλές. Έτσι μεγάλωσα και τα παιδιά, πήγαν στο γυμνάσιο.
[23:54] Γ. Ν. Για πες μπαρμπα-Νίκο για το σχολείο, που πηγαίνατε σχολείο, ποιους δασκάλους είχατε;
[24:01] Μ.Ν. Στο σχολείο πήγαινα, ήταν ένας Λαλόπουλος, ήταν εδώ από την Φαρκαδόνα. Στην πρώτη τάξη πήγα σ’ αυτόν γιατί πρωτύτερα [εννοεί προηγουμένως] ήταν ένας άλλος δάσκαλος Λύτρας λέγονταν, ήταν λίγο…[δείχνει ότι δεν ήταν πολύ καλά είχε κάποια προβλήματα] και τον πήραν χαμπάρι αυτοί οι μεγάλοι και του έκλειναν την πόρτα και τέλoς πάντων κακά στραβά πέρασε η χρονιά αυτή δεν ξαναήρθε αυτός γιατί χάζεψε [τρελάθηκε] ντιπ [εντελώς] ύστερα και ήρθε ο Λαλόπουλος και ήμασταν μαθημένοι ξέφραγο αμπέλι, να κάνουμε ότι θέλουμε. Ε, σαν άρχισε το ξύλο, ο Λαλόπουλος εκεί είχε πρωτοδιοριστεί, μας έβαλε στη σειρά ο δάσκαλος αυτός, ήμασταν πολλά, ήμασταν 130 παιδιά. Μας έκανε γυμναστική, τραγούδια, γυμνάσια να μας κάνει. Δάσκαλος τέτοιος δεν πέρασε άλλος από εδώ και συν τα χρόνια, πέρασαν 10 χρόνια έγινε δάσκαλος για τον Κώστα τον Βασιλιά [εννοεί τον τέως Βασιλιά Κωνσταντίνο] στο παλάτι. Τέτοιος δάσκαλος ήταν εκείνης της εποχής. Αυτός έβαλε ακακίες, έβαλε δέντρα μέχρι την Αγία Παρασκευή, οι ακακίες αν είναι πουθενά στο χωριό, έχει ακακίες εκεί είναι από αυτόν τον δάσκαλο.
[25:36] Αφού έφτασα τρίτη, τετάρτη (δημοτικού), το καλοκαίρι όμως με μάγκωνε ο πατέρας στα μλάρια [μουλάρια] 4 είχε, φόρτωνα πέτρα πότε από το ποτάμι, πότε από πού μ’ έλεγαν να πηγαίνω. Αυτή τη δουλειά έκανα το καλοκαίρι, το χειμώνα πάενα [πήγαινα] σχολείο.
[26:01] Σ.Ν. Πως γινόταν; Το μάθημα πώς γινόταν;
[26:05] M.N. Το μάθημα γένονταν [γινόταν], πρώτη και δευτέρα (δημοτικού) μαζί, η τρίτη και τετάρτη (δημοτικού) μαζί, πέμπτη έκτη μαζί (δημοτικού) αλλά ήταν πολλά τα μαθήματα που τα έκανε ένας δάσκαλος. Παενάμε [πηγαίναμε] το πρωί, στις 8 η ώρα, εφευγάμε [φεύγαμε] στις 12. Στις 2 η ώρα χτυπούσε η καμπάνα, η καμπάνα ήταν το σύνθημα. Βάραγε η καμπάνα στις 2 η ώρα ξανά, το πρωί στο σχολείο και το απόγευμα στο σχολείο. Είπαμε πρώτη, δευτέρα μαζί μάθημα, κάθε τάξη μαζί. Ήμαν [ήμουν] λίγο καλός , δεν ήμαν [ήμουν] από τους καλούς αλλά… αφού ασχολούμουν όλο.. πάενα [πήγαινα] από το σχολείο στο σπίτι πάρε στην πλάτη σύρε [τρέχα]….δεν προλάβαινα να διαβάσω. 8,5 [βαθμός] έχω το απολυτήριο [του Δημοτικού σχολείου] ακόμη.
[27:04] Σ.Ν. Βιβλία και τετράδια είχατε;
[27:07] Μ.Ν. Είχαμε, ήταν ένας παππούς Αθανασούλας λέγονταν που προέδρευε σ’ όλο το χωριό, ήταν αρχηγός τους είχε υποχρεωμένους όλους τους παππούδες. Αυτός είχε ένα μαγαζάκι, είχε τετράδια παενάμε [πηγαίναμε] και αγοράζαμε από αυτόν. Επαιρνάμε [παίρναμε] 3 αυγά δεν είχαμε λεφτά, με τα αυγά 3 αυγά 1 τετράδιο. Ο άλλος πήγαινε ένα πακέτο τσιγάρα 2 αυγά. Με τα αυγά στην τσέπη, ήταν κάνα δύο που δεν είχαν κότες και έπαιρναν λαθραία αλλά τους έπιαναν οι χωροφύλακες, έπαιρναν 300 δραχμές όποιος πιάσει με λαθραίο καπνό. Είχαν πιάσει και έναν… άλλη ιστορία αυτή.
[28:17] Τα βιβλία ήταν τα αναγνωστικά μας έδιναν, δεν θυμάμαι τι πλερωνάμε [πληρώναμε] λίγο πράγμα. Ένα αναγνωστικό, ήταν ωραία, ένα θυμάμαι ήτα «Τα ψηλά βουνά». Να μας δίνουν δεν μας έδιναν τίποτα, τα αγοράζαμε όλα πλην του βιβλίου που λέω.
[28:42] Ν.Γ. Μάθημα που κάνατε, σε ποιες αίθουσες;
[28:48] Μ.Ν. Μέσα στο σχολείο. Το σχολείο ήταν μεγάλο αλλά ήταν παλιό όμως, σανίδια είχε κάτω, από κάτω ήταν υπόγειο. Είχε τα παράθυρα, είχαν σπάσει κάνα δύο. Γίνονταν στην πραγματικότητα διάλογοι όταν δίνονταν οι εξετάσεις που λέμε έδειχνε τον Αθανάσιο Διάκο είχαμε και τα όπλα, τα έβαζαν στο παράθυρο και όταν έπρεπε πως έλεγε ο διάλογος ότι πήγαιναν στον Μπέη εκεί πέρα έριχνα μπάμ μπάμ [εννοεί θεατρικές παραστάσεις που έκαναν στο σχολείο]. Τα θυμάμαι αυτά.
[29:31] Ν.Γ. Μετά τους Γερμανούς για πες μας λίγο μετά με τον εμφύλιο. Πώς έγινε, πως ξεκίνησε ο εμφύλιος, πως έγινε η στρατολόγηση στο ΕΛΑΣ;
[29:42] Μ.Ν. Μετά εμείς που τελείωσαν, όταν έφυγαν οι Γερμανοί είχε δυναμώσει γερά το αντάρτικο. Θα δεις το βιβλίο άμα πάμε εκεί που τα έχω. Έβγαλαν ένα τραγούδι μεγάλο «στ’ άρματα στ’ άρματα». Μόλις το ακούσαμε ενθουσιάστηκε ο λαός, ο κόσμος ήταν απ’ την σκλαβιά, είχαν γίνει αντάρτικα γερά, γίνονταν μάχες. Αυτό το τραγουδούσαν παντού όπου πήγαιναν οι αντάρτες. Η ΕΠΟΝ [Η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (Ε.Π.Ο.Ν.) ήταν οργάνωση νέων που ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στις 23 Φεβρουαρίου 1943 και ήταν μέλος του ΕΑΜ.] λέγονταν της νεολαίας, αυτοί άρχισαν να τραγουδάνε το τραγούδι αυτό, ενθουσιάστηκε ο κόσμος και βγήκαν εκατοντάδες έξω αντάρτες. Έγιναν από 30.000 , 80.000 τότε δυνάμωσε μ’ αυτό το παλιοτραγούδι.
[30:48] Ν.Γ. Εσύ πως βρέθηκες εκεί, στο αντάρτικο;
[30:56] Μ.Ν. Έλεγαν από τότε μέχρι τότε δηλαδή από το 1920-1930 γεννημένοι να έρθουν στο αντάρτικο να δυναμώσει. Αν είναι και κανένας που υπάρχει λόγος, εγώ δεν έπρεπε να πάω αλλά πήγα με πήραν όμως. Πήγα αλλά ύστερα από δύο μήνες που έκανα εκεί με απόλυκαν [με άφησαν/απόλυσαν] και ήρθα στο σπίτι μου, στα παιδιά. Είχα αφήσει την Ανδρομάχη μόνη της με τα παιδιά. Έφυγα και ήρθα στο σπίτι μου. Συνέχιζε το αντάρτικο…
[31:43] Ν.Γ. Εκεί που πηγαίνατε μπαρμπα-Νίκο που σκοτώθηκε και αυτός ο Τσίτσανης…
[31:50] Μ.Ν. Αυτοί, έφυγαν οι Γερμανοί άρχισαν να γίνεται κράτος με τους εγγλέζους τότε. Από τότε πριν που ήταν στην Καλαμπάκα μας είχαν μάσει [μαζέψει] όλα τα χωριά και φώναζαμε [φωνάζαμε] ήταν ο Σκόμπι [Ronald MacKenzie Scobie, 8 Ιουνίου 1893 – 23 Φεβρουαρίου 1969, που ήταν Βρετανός στρατηγός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου], ήταν των άγγλων, είχε καταλάβει την Αθήνα. Εμείς δεν πήγαμε εκεί αλλά πήγαν άλλοι γνωστοί στην Αθήνα . Μας έδωσαν τα συνθήματα στην Καλαμπάκα, ήρθαν στην Καλαμπάκα. Είχε τον Τάσσιο αν τον έχεις ακούσει, δεν τον έχεις γνωρίσει, τον Καμπόση [αναφέρεται σε κάποιον κοινό γνωστό]. Αυτός ήταν διοικητής της Πολιτοφυλακής. Αυτοί δεν ήταν αντάρτες, ήταν χωροφύλακοι, ήταν και ο Χρήστος ο Στάγιας από το Κακοπλεύρι [χωριό του Δήμου Μετεώρων, Νομός Τρικάλων] στην ομάδα του Τάσσιου.
[33:02] Σ.Ν. Και αυτοί τι έκαναν; Ποιος ήταν ο ρόλος τους;
[33:05] Μ.Ν. Αυτοί, είπαμε ήταν άλλοι της πολιτοφυλακής και άλλοι στο αντάρτικο. Μας μάζευαν όλα τα χωριά, μας είπαν τα συνθήματα, φωναζάμε [φωνάζαμε] «κάτω ο Σκόμπι» [αναφέρεται στον Σερ Ρόναλντ Μακένζι Σκόμπι [Ronald MacKenzie Scobie, 8 Ιουνίου 1893 – 23 Φεβρουαρίου 1969) που ήταν Βρετανός στρατηγός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου]. Φώναξαν και ήρθαν όλα τα χωριά, είχε γιομόσει [γεμίσει] η Καλαμπάκα. Αυτοί έβγαλαν λόγο πέρα, που ήταν το σπίτι του Γιάννη [αναφέρεται σε κάποιους γνωστούς κατοίκους της Καλαμπάκας για να περιγράψει την τοποθεσία]..σ’ ένα σπίτι που δεν θυμάμαι τίνος ήταν, είχε μεγάλη βεράντα εκεί βγήκαν αυτοί. Ήταν ο Τάσσιος, δασκάλοι ο Μπλούτσος, ένας άλλος δάσκαλος έβγαλαν λόγο σ’ όλον τον κόσμο αυτόν.
[33:56] Σ.Ν. Οι αντάρτες που βρισκόντουσαν; Κρυβόντουσαν;
[33:59] Μ.Ν. Ήταν της Καλαμπάκας οι αντάρτες ήταν εκεί γύρω αλλά ήταν στα φυλάκια δεν ήρθαν εκεί που πήγαμε εμείς οι πολίτες . Αυτοί είχαν τα μέρη που ήθελαν πιασμένα μην έρθουν τίποτα.. δεν ήταν τότε δεν είχαν βγει ούτε οι Ιταλοί, ούτε οι Γερμανοί ήταν στην Αθήνα ακόμη όταν φωνάζαμε εμείς «Κάτω ο Σκόμπι» [συνθήμα για τον Σερ Ρόναλντ Μακένζι Σκόμπι [Ronald MacKenzie Scobie, 8 Ιουνίου 1893 – 23 Φεβρουαρίου 1969, που ήταν Βρετανός στρατηγός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου]. Ο Σκόμπι πήγε στην Αθήνα με τους εγγλέζους.
[34:33] Βγήκε ένας ούτε ο Μπλούτσος, ούτε ο Τάσσιος ο άλλος ο δάσκαλος, τον θυμόμουν αλλά τώρα δεν τον θυμάμαι, αυτός είπε να φτιάξει ένα ποίημα, θυμάμαι τα λόγια « Καλαμπάκα μου καημένη Καλαμπάκα μου καμμένη..» έλεγε το θυμάμαι αυτό. Φωνάξαμε, αποχωρήσαμε μετά ξεκινήσαμε περπατώντας από Καλαμπάκα να πάμε στο χωριό, όπως και κάθε χωριό ένας κατ’ εδώ άλλος κατ’ εκεί πάει τελείωσε η δουλειά.
[35:11] Σ.Ν. Τους Ιταλούς οι αντάρτες τους έδιωξαν;
[35:17] Μ.Ν. Γίνονταν μάχες παντού. Στον Κλεινοβό [χωριό του Δήμου Μετεώρων, Νομός Τρικάλων.] κοιτούσαμε την ημέρα τα φώτα την νύχτα πόσα είναι πάνω πόσα είναι κάτω και το βράδυ που νύχτωσε μας παίρνουν την νύχτα από ένα άλλο μέρος και μας πήγαν εκεί που επάθαμε..ήταν ένας Αλευράς λέγονταν, ήμασταν 300 ένας κοντά στον άλλον. Πήγαμε εκεί και οι Γερμανοί μετά τις 12 την νύχτα είπαμε δεν περνάνε άλλοι και ησυχία. Αυτοί με σβησμένα τα αυτοκίνητα ήρθαν και πιάνουν από εμάς από κάτω χωρίς να πάρουμε μυρωδιά ντιπ (καθόλου). Μας πηγαίνουν το πρωί να πιάσουμε το μέρος εκείνο να το οχυρώσουμε γιατί είχαν πληροφορία ότι το πρωί θα ‘ρθούν οι Γερμανοί ενώ αυτοί ήρθαν την νύχτα και πέφτουν ψηλά σε ενέδρα και μας βάνουν στο ποδάρι [εννοεί στο κυνηγητό] εμείς ήμασταν λόχος νέων, όλοι νέοι ήμασταν 17-18 χρονών και ήταν ένας άλλος λόχος, τους έλεγαν Μωραΐτες ήταν κάτω από την Ναύπακτο και είχαν έρθει εδώ επάνω, έκαναν επιχειρήσεις αν δεν ήταν αυτοί θα μας είχαν σκοτώσει, θα μας είχαν πιάσει ζωντανούς .
[36:45] Τέλος πάντων , εκεί που πάεναμε [πηγαίναμε] , πίσω από εμένα ήταν άλλοι δύο, ο ένας ήταν δίπλα ο άλλος ήταν πίσω από εμένα, με παίρνει μια ριπή και μου κόβει αυτό εδώ το τακούνι εδώ [δείχνει το σημείο στο παπούτσι του που τον χτύπησε το βόλι] με γρατσουνάει [γρατσουνίζει η σφαίρα εννοεί] εδώ τρείς, τέσσερις γραμμές οι σφαίρες και πάενα [πήγαινα] ύστερα έτσι [δείχνει ότι πήγαινε κουτσά] γιατί έφυγε το τακούνι και πάενα [πήγαινα] έτσι. Μου λέει ο Καραδήμας [αναφέρεται σε έναν συμπολεμιστή του ονομαστικά] που ήταν πίσω από εμένα «Νίκο τραυματίστηκες τίποτα;» και να τραυματίστηκα λέω από το φόβο μου ούτε ξέρω τίποτα και πάενα [πήγαινα δείχνει ότι πήγαινε κουτσά] ύστερα φύγαμε λίγο μακριά, ύστερα κοίταξα ευτυχώς αλλά αυτή η ριπή που πήρε εμένα πήρε το παιδί που ήταν πίσω από εμένα, όπως σήκωσε και αυτό το πόδι, περνάει η ριπή από εκεί, από αυτόν και ήρθε σε ‘μένα. Αυτού του έκοψε το πόδι αλλά που να ρίχνουν αυτοί σωρό τις σφαίρες το παρατήσαμε το παιδί δεν το πήραμε κανένας. Το πήραν μετά, το βρήκαν το παιδί, το κράτησαν δύο μέρες στην γαλαρία στο Μουργκάνι [χωριό του Δήμου Μετεώρων, Νομός Τρικάλων] και το σκότωσαν.
[37:56] Σε αυτή τη μάχη, η μάχη της Οξύνειας αλλά δεν πήρα μέρος μέσα εκεί που έτρεχαν οι άλλοι παρακολουθούσα μόνο από πάνω από τη ράχη που πάεναν [πήγαιναν] οι Ιταλοί, πως έκαναν, όλο το σχέδιο σαν να το είχα φωτογραφία.
[38:21] Είδα τους Ιταλούς που τους ήφεραν [έφεραν] βάλε τώρα χαμένο το είχαν και αυτοί αιχμάλωτοι ευτυχώς όμως ήταν στην αρχή και του απόλυκαν [απελευθέρωσαν] όλους αλλιώς θα ήταν…
[38:39] Γ.Α. Μπαρμπα Νίκο μπορείς να πεις στα Λιβάδια πέρα μετά τον στρατό με τα μπακαλόχαρτα..
[38:49] Μ.Ν. Μετά ας τα’ αφήσουμε όλα τα’ άλλα ήρθαν οι Μάηδες μετά το εμφύλιο παρακρατική οργάνωση, τους έλεγαν αλλιώς μετά τους είπαν έτσι. Οι Μάηδες ήταν από το κράτος είχαν βάλει έναν ανθυπολοχαγό, κανα δύο λοχίες και το χωριό, κάθε χωριό είχε. Αξιωματικός ήταν ένας στην Οξύνεια [χωριό του Δήμου Μετεώρων στον Νομό Τρικάλων]. Οι λοχίες ήταν σε κάθε χωριό και εμείς είχαμε λοχία ποιόν; τον Γκατζιώκα [αναφέρει το επίθετο του] ε… τι περίμενες από τον Γκατζιώκα…Η Οξύνεια είχε άλλον, ήταν όλοι που παρακολουθούσαν.
[39:34] Αυτοί τώρα άρχισαν οι επιχειρήσεις να γίνονται εναντίον των ανταρτών, κάθε βράδυ είχαμε τους αντάρτες εκεί. Την νύχτα έρχονταν οι αντάρτες, την ημέρα έρχονταν ο στρατός είχαν στρατοπεδεύσει απάνω στο μεγάλο το βουνό, πως το λένε, χαμηλά απέναντι στην πέτρα του Πιστάνη [αναφέρεται σε συγκεκριμένη τοποθεσία] ήταν στρατοπεδευμένοι. Τους είχαν πάρει και τα μουλάρια, πήγαν ένα βράδυ οι αντάρτες, τους τύλιξαν, αυτοί ήταν σαν λόχος κομμένος από τον στρατό, τους τύλιξαν και τους πήραν όλα ότι είχαν και δεν είχαν οι αντάρτες.
[40:29] Γ.Α. Και άρχισαν τις εκκαθαρίσεις μετά; Ο στρατός άρχισε τις εκκαθαρίσεις;
[40:35] Μ.Ν. Ναι, μετά ήρθε ο στρατός και έκανε επιχειρήσεις, επιχειρήσεις δηλαδή έπαιρνε αντάρτες να τους χτυπήσουν, έκαναν μάχες οπισθοχωρώντας οι αντάρτες προς τα Γρεβενά από κοντά ο στρατός τους έμασαν [μάζεψαν] ξέρω και εγώ τους πήγαν σαπέρα [μακρυά]. Αλλά πριν να φύγουν από το δικό μας το μέρος, εμείς ήμασταν δεκατρείς (13), είχαμε τροβάδια (ταγάρι του τσομπάνου συνήθως μάλλινο που έβαζαν το φαγητό τους) ψωμί από κοντά και κάθομασταν [καθόμασταν] να περάσει ο στρατός πέρα να πάμε στο χωριό όπως έκαναν κι’ άλλοι. Αλλά εμείς είχε ρίξει λίγο βροχή και φαίνονταν εκεί που περασάμε [περάσαμε]. Πάμε να φύγουμε που θα πάμε; στο χωριό δίπλα Χάος το λέγαν, εκεί δεν μας βρίσκουν, θα φύγει ο στρατός και θα πάμε στο χωριό. Ξεκινάμε πάμε στον πύργο εκεί ήταν ένας Νασιάκος, μαντρί είχε ήταν με τα πρόβατα. Είχαν παένει [είχαν πάει] γρηγορότερα από εμάς σάμπως ήταν πέντε (5) έξι (6) ήταν στρατιώτες αυτοί ήταν περιπολία. Πήγαν να μάθουν πληροφορίες από τον Νάσιο(εννοεί τον τσομπάνο με τα πρόβατα). Μπαμ, μπαμ με τα όπλα γιατί έριξαν για τα σκυλιά να μην τους δαγκώσουν και έριξαν με τα όπλα. Ακούμε τα όπλα εμείς, μας πήραν χαμπάρι λέμε πήραμε δρόμο, πήγαμε και κρυφτήκαμε. Εκεί που πηγαίναμε πέρα δώθε αφήσαμε αποτυπώματα. Είχε ρίξει βροχή και φαίνονταν τα χορτάρια πατημένα. Ερχόνταν ο στρατός από το χωριό, ήταν πιο εδώ στρατοπεδευμένοι, στη βίγλα απάνω ήταν άλλοι, στον Αη Λια (εκκλησία Αγιος Ηλίας εννοεί) ήταν άλλοι. Ο ένας ο λοχίας, μας έστειλε και ύστερα από τρια με τέσσερα χρόνια, ήταν πάνω από την Σαμαρίνα από ένα χωριό Άγιος Γεώργιος λέγονταν, μας έστειλε χαιρετίσματα, ήταν καλός, ήταν λοχίας. Αυτός τους έφερε τους στρατιώτες εκεί. Ήταν έτσι (δείχνει με το χέρι του ανηφορικά ότι ήταν τοποθετημένοι) απέναντι από εμάς ρέμα περνούσε, ήταν έτσι (δείχνει με το χέρι του ανηφορικά ότι ήταν τοποθετημένοι) από απέναντι κοιτάμε εμείς στρατό. Ε, μην κουνηθεί κανένας λέει, δεν κουνιούμαστε κι εμείς [κινούμαστε]. Και ήρθαν μας πήραν ένας στρατιώτης έναν πολίτη μας παένουν [πηγαίνουν] εκεί που θα περνούσαν οι άλλοι στρατιώτες, δηλαδή έρχονταν στρατός συνέχεια.
[43:04] Παένουμε [πηγαίνουμε] εκεί σ’ ένα χωράφι, μας λένε καθίστε εδώ. Κάθομεστε [καθόμαστε] δεκατρία (13) άτομα. Σε λίγο άρχισαν να έρχονται οι στρατιώτες, έρχεται και ένας ανθυπολοχαγός. Τι είστε εσείς; μας ρωτάει, ε..πολίτες είμαστε, έφυγαν οι αντάρτες και είπαμε να περάσει ο στρατός και να πάμε στο χωριό. Βγάνει [βγάζει] ένα χαρτί που είχε, ποιος το είχε δώσει λες; (απευθύνεται σε γνωστό του που ήταν παρών στην συνέντευξη) δεν με μαρτυρούσε ο Παπαθωμάς, το ‘ξεραν αυτοί αλλά το έμαθα από τον Κώτσο, τον πατέρα σου το έμαθα (απευθύνεται σε γνωστό του που ήταν παρών στην συνέντευξη). Ήταν ο Μάνθος (αυτός που είχε δώσει το χαρτί στο οποίο αναφέρεται παραπάνω) και ο Μάνθος πως το έκανε μπορεί και χωρίς να θέλει ο άνθρωπος. Για να μην τον πιάσουν οι αντάρτες έφυγε και πήγε στην Μπλάτσα, εκεί ήταν στρατοπεδευμένος ο στρατός. Ήταν ένας ανθυπολοχαγός ξέρω εγώ αυτός ο ίδιος ήταν, τέλος πάντων, κοίταξε εκεί πέρα τι ήταν στο Κακοπλεύρι (χωριό του Δήμου Μετεώρων στον Νομό Τρικάλων), τι ήταν ο ένας, τι ήταν ο άλλος. Δίνει τα ονόματα όλα (εννοεί τον Μάνθο που ήταν γνωστός και είχε κατονομάσει όλους στον στρατό), εμένα με έβαλε αρχηγό της ΕΠΟΝ, άλλον ήταν πλάγια, άλλον λοχία έτσι μας είχε κάνει όλους.
[44:19] Γ.Α. Και ο ανθυπολοχαγός διάβαζε τα ονόματα;
[44:23] Μ.Ν. Τα ονόματα, είχε τα ονόματα όλα. Αλλά που ταίριαξε τώρα τους Μπακαλαίους (αναφέρεται πάλι σε ονόματα από συντοπίτες του που κατονομάστηκαν στον στρατό), αυτοί ήταν, αν ήμασταν εμείς πέντε φορές σ’ αυτή τη θέση αυτοί δεν ήταν καθόλου. Τι τους έπιασε; Κάτι είχαν αυτοί αναμεταξύ τους (αναφέρεται σε άτομα που καταδώθηκαν χωρίς να έχουν κάποια σχέση). Έριξε το βάρος το περισσότερο σ’ αυτούς τους δύο. Δύο αδέρφια τρία μέτρα ο καθένας. Ποιοι είστε; (αναφέρεται στον ανθυπολοχαγό που διάβαζε τα ονόματα από το χαρτί που τους είχαν υποδείξει) ο Βασίλης ο Μπακάλης εκεί, έπιασε άλλους τρείς (3), τέσσερις (4), εμένα εκεί και μας έκανε τρείς (3) παρέες. Στη μια έβαλε τους δύο αυτούς (εννοεί τα 2 αδέρφια). Μόλις φώναξε, φώναξε στρατιώτες να πηγαίνουν για σκότωμα (εννοεί να τους εκτελέσουν), εξαφανίστηκαν οι στρατιώτες άρχισε αυτός να βρίζει τα Θεία, την Παναγία σας, το αυτό…. Άλλοι έρχονταν από κάτω χωρίς να ξέρουν, αρπάζει εκεί από αυτούς που έρχονταν, οι άλλοι κρύφτηκαν. Ποιόν να πιάσει;, έρχονται και εκείνοι τους αρπάζει τους βάζει να σκοτώσουν τους δύο (εννοεί τα 2 αδέρφια). Μας έβαλε και τους εβγαλάμε [βγάλαμε] τους πήραμε στα χέρια και τους εβγαλάμε [βγάλαμε] στον δρόμο. Τους αφήσαμε στο δρόμο και μας πήραν από εκεί, πήγαμε πέρα σε κάτι χωριά και πήραν αυτοί τηλέφωνο αυτός και αυτός ήρθε.
[45:52] Στην Αγναντιά [χωριό του Δήμου Μετεώρων στον Νομό Τρικάλων] ήταν άλλος στρατός, άλλοι Μάηδες. Οι Μάηδες του Κακοπλευρίου [χωριό του Δήμου Μετεώρων στον Νομό Τρικάλων] είπαν πρώτα να τους στείλουν από εδώ αν ήταν αυτοί δεν θα σκοτώναν τα παιδιά αυτοί τουλάχιστον. Τους έστειλαν στην Αγναντιά από εκεί να πάνε στην Ανθρακιά [Η Ανθρακιά είναι ορεινό χωριό της περιφερειακής ενότητας Γρεβενών] πέρα. Πάνε τζάμπα τα παιδιά.
[46:18] Σ.Ν. Και μετά που έφυγε ο στρατός;
[46:24] Μ.Ν. Μετά που έφυγε ο στρατός γυρίσαμε και εμείς στο χωριό (εννοεί το Κακοπλεύρι χωριό του Δήμου Μετεώρων στον Νομό Τρικάλων).
[46:27] Σ.Ν. Ο εμφύλιος πόλεμος πώς έγινε; Στον εμφύλιο πήρατε μέρος;
[46:31] Μ.Ν. Ο εμφύλιος πόλεμος τώρα που λέω αυτά που είπα, οι αντάρτες πολεμούσαν αλλά τους είχαν μάσει (μαζέψει), δεν ήταν από εδώ, ήταν από αλλού δηλαδή ήταν από το Μέτσοβο, ήταν πέρα από τον Όλυμπο, τους μάζευαν προς τα πάνω, έτσι έγινε ο Γράμμος προς τα επάνω. Αμύνονταν συνέχεια οι αντάρτες, από κοντά ο στρατός , ωσπότε (ώσπου) ύστερα από ένα (1) χρόνο που γίνονταν μάχη δεξιά αριστερά πολεμούσαν ύστερα στον Γράμμο, Βίτσι-Γράμμο αν έχετε ακουστά (ο Γράμμος και το Βίτσι κατέχονταν από τους αντάρτες οι οποίοι την είχαν οχυρώσει). Ότι έγινε έγινε εκεί επάνω που παραδόθηκαν, που έφυγαν για έξω, αργά όμως ύστερα από δύο (2) χρόνια. Αλλά εκεί που ήμασταν εμείς μπροστά οι αντάρτες από πίσω ο στρατός, επιδίωκαν να μην σμίγουν γιατί γίνονταν θύματα πολλά, αυτοί ρίχνονταν απάνω (εννοεί τον στρατό).
[47:29] Γ.Α. Όταν ήσουνα στο Αντάρτικο, τότε που είχατε φτάσει μέχρι την Άρτα, πού είχατε πάει; Γιάννενα; Άρτα;
[47:38] Μ.Ν. Εγώ δεν πήγα εκεί πέρα, έφυγα. Πήγαμε στο Περτούλι [Το Περτούλι είναι ορεινό χωριό του νομού Τρικάλων στον Δήμο της Πύλης] πήγαμε μέχρι εκεί, καθίσαμε εκεί κανα δύο (2) ώρες. Ήμασταν στην Καστανιά [Ορεινό χωριό της Ν Πίνδου (850 μ.) σε απόσταση 34 χλμ. Δ της Καλαμπάκας] μας ειδοποιούν από εκεί να φύγουμε το γρηγορότερο, όχι στα Τρία Ποτάμια [πρόκειται για το σημείο όπου σμίγουν οι ποταμοί Κρανιώτικος και Ασπρόρεμα δημιουργώντας τον Ασπροπόταμο, εξ’ ου και η ονομασία Τρία Ποτάμια.] από τον Κλεινοβό [Ο Κλεινοβός, επισήμως γνωστός ως Κλεινό, παλαιότερα γνωστός ως Κλινοβός, είναι ορεινή κοινότητα του δήμου Μετεώρων και ανήκει στην περιφερειακή ενότητα Τρικάλων] και από τον Κλεινοβό στην Χρυσομηλιά [Στις βόρειες υπώρειες της κορυφής της Νεράιδας (900 μ.), απέναντι από την κορυφή του Κόζιακα και σε απόσταση 25 περίπου χλμ. από την Καλαμπάκα, βρίσκεται η κοινότητα Χρυσομηλιάς.] και από την Χρυσομηλιά να πάμε στο Περτούλι. Πήγαμε μέχρι την Χρυσομηλιά καθίσαμε μία (1) μέρα εκεί, από εκεί ήμασταν έτοιμοι να πάμε, μαζεύονταν από όλα τα μέρη, να φύγουν γατί έρχονταν οι Γερμανοί από τέσσερις (4) μεριές. Έρχονταν από την Άρτα, από την Καλαμπάκα Τρίκαλα-Καλαμπάκα, από την Πόρτα [μικρή και όμορφη κωμόπολη, την Πύλη, παλιά Πόρτα δεύτερος σε έκταση Δήμος του νομού Τρικάλων] και ένα από το Μέτσοβο, από τέσσερις (4) κατευθύνσεις και έλεγαν ότι ήταν και Ζερβικοί μέσα τώρα ψέματα αλήθεια δεν είδα ποτέ κανέναν. Αυτοί ήρθαν από τέσσερις (4) μεριές . Τώρα τι θα κάνει το αντάρτικο; Πρέπει να φύγει από τον κλοιό, ήταν έτσι (δείχνει ότι ήταν περικυκλωμένοι) γύρω-γύρω. Αν η Πόρτα ( Πύλης Τρικάλων) κάτω, αν πήγες καμιά φορά, έχει ένα γεφύρι στενό, ο Κονδύλης λένε το έκανε, το στενό της πόρτας γι’ αυτό το λένε και Πόρτα. Είχαν πάει τον οπλισμό αυτοί που ήταν οι αντάρτες εκεί στον Ίταμος λέγονταν ένα βουνό [Ο Ίταμος είναι βουνό της Πίνδου που βρίσκεται στα νότια της οροσειράς με υψόμετρο 1.504 μέτρα, νοτιοανατολικά της Λίμνης Πλαστήρα και στα σύνορα Θεσσαλίας (Καρδίτσα) με Στερεά Ελλάδα (Ευρυτανία)], το Περτούλι κάτι άλλα βουνά εκεί γύρω-γύρω είχαν τον οπλισμό από την μεραρχία των Ιταλών, είχαν πυροβολικό ήταν γερά σαν στρατός. Ήρθαν οι Γερμανοί, αυτά τα τρία (3) έσπασαν αλλά εκεί δεν μπόρεσαν να σπάσουν είχαν το πυροβολικό και δεν μπόρεσαν και έφυγαν οι αντάρτες όλοι από την Πόρτα και πήγαν στον Φουρνά που λένε [Η Φουρνά είναι οικισμός της Στερεάς Ελλάδας στην Περιφερειακή Ενότητα Ευρυτανίας] πέρα στη λίμνη Πλαστήρα σ’ εκείνα τα χωριά προς τα πέρα. Πήγαν οι Γερμανοί ανταμώθηκαν, ξέρω έγω που ανταμώθηκαν στο Περτούλι. Το Περτούλι είχε πολλά, είχε κτίριο που ήταν οι έφεδροι αξιωματικοί, είχαν οίκημα που έβγαιναν δάσκαλοι, δασκάλες κορίτσια, αυτά είχαν τρία (3) τέσσερα (4) δημόσια που λέμε που έβγαιναν όλο στελέχη.
[50:08] Γ.Α. Πες λίγο την ιστορία εκεί που ήσασταν στην Γκιάτα Μπράστα, απάνω από την Καστανιά (Οικισμός Καστανιάς Ορεινό χωριό της Ν Πίνδου (850 μ.) σε απόσταση 34 χλμ. Δ της Καλαμπάκας), όταν έκαψαν την Καστανιά.
[50:21] Μ.Ν. Ναι, αφού έρχονταν οι Γερμανοί, πέρα απέναντι από την Καστανιά είναι ένα εικόνισμα, δεν είναι στην Ράχη [δάσος του βουνού Κυνηγός ή Όμορφη ράχη (1.845 μ.)] όταν έρχεσαι από κάτω και μόλις βλέπεις την Καστανιά είναι ένα εικόνισμα. Κοιτάμε το εικόνισμα έρχονταν φάλαγγα, δύο (2) τανκς από μπροστά και από πίσω έρχονταν η φάλαγγα.
[50:40] Γ.Α. Εσείς που ήσασταν τότε;
[50:42] Μ.Ν. Εμείς ήμασταν μέσα στην Καστανιά, βγαίναμε από την Καστανιά να πάμε για τον Αμάραντο [ο Αμάραντος είναι χωριό και έδρα ομώνυμης τοπικής κοινότητας, της δημοτικής ενότητας (τέως δήμου) Καστανιάς, του δήμου Μετεώρων, της περιφερειακής ενότητας (τέως νομού) Τρικάλων, στην περιφέρεια Θεσσαλίας]. Ακριβώς έξω από την Καστανιά ήμασταν, κοιτάμε πέρα βλέπουμε φάλαγγα, μπροστά όμως πριν από αυτούς ήταν πέντε-έξι (5-6) Γερμανοί με τις μοτοσυκλέτες, μπροστά αυτοί ύστερα έρχονταν η φάλαγγα. Εμείς εχασάμε (την χάσανε από τα μάτια τους εννοεί) την φάλαγγα πήγε πίσω κατά την Καστανιά εμείς ήμασταν από εδώ αλλά ήταν μπροστά το βουναλάκι που ήταν εκεί δεν τους βλέπαμε. Έρχονταν αυτοί, βάϊζαν (περπατούσαν) συνέχεια αλλά αυτοί που ήταν μπροστά με τις μηχανές είχαν έρθει ήταν.. πόσο να πω από εδώ μέχρι την πλατεία πέντε φορές (εννοεί ότι ήταν σε πολύ κοντινή απόσταση) πιο μακριά από εμάς, έρχονταν συνέχεια. Τι έκαναν; Εκεί που πήγαν αυτοί και άφησαν εμάς και πήγαν εκεί οι Γερμανοί ήταν οι Εγγλέζοι, ήταν κάπου δεκαπέντε (15), ήταν και ο Σαράφης, είχαν και ένα λόχο φρουρά. Μόλις τους είδαν πέρα εκεί ετοιμάστηκαν να φύγουν και όπως έφυγαν. Είχαν αφήσει κάμποσα πράγματα και εκεί σταμάτησαν οι Γερμανοί. Εμείς ήμασταν από κάτω μεριά. Πριν να ‘ρθούν οι Γερμανοί, όταν πήγαμε εμείς, πήγαμε από το Μέτσοβο πήγαμε εκεί που λέω τώρα και βρήκαμε την Γκιάτρα Μπράστα που λες που ήταν οι Εγγλέζοι. Εκεί ο λόχος ο δικός μας δεν πήγαμε εκεί να τους ανταμώσουμε, ήρθαν κανα δύο (2) αξιωματικοί από εκεί και έμαθαν αυτοί πότε ήρθαμε, τι κάνουμε τέλος πάντων έφυγαν αυτοί, βλέπουμε τον Γιώργο τον Παπακώστα, ήταν διερμηνέας στους εγγλέζους αυτός, με είδε γρηγορότερα αυτός, ήμασταν εκατό (100) μέτρα μακρύτερα και όπως αυτός πέρασε κοιτάει εμένα «βρε Νικόλα εδώ είσαι;» «εδώ είμαι», «πως αυτό;», «με την επιστράτευση λέω», «α καλά τώρα θα σε πάρω εγώ, θα σε έχω κοντά και θα παίρνεις μία λίρα αλλά δεν θυμάμαι όμως τον μήνα; την εβδομάδα; Του λέω «τι να την κάνω την λίρα Γιώργο; Εγώ παράτησα την Ανδρομάχη (την αδερφή του) μόνη της με πέντε (5) μικρά». Αυτός πήγαινε να με έχει υπασπιστή από κοντά, να μου δώσει ρούχα λέει να ντυθώ αφού ήταν με τους Εγγλέζους μαζί. Δεν έρχομαι λέω, ούτε έρχομαι ούτε κάθομαι λέω αν μπορέσω θα φύγω και όπως έφυγα. Εκεί που λέγαμε αυτά σφύριξε ένας από πάνω έφυγε ο Παπακώστας, ακόμη δεν είχαν βγει οι Γερμανοί από την Καστανιά να ‘ρθούν στον Αμάραντο. Αυτοί είχαν τρία (3) βαρέλια λίρες οι Εγγλέζοι. Βγαίνουν στην άκρη, πίσω από τον Αμάραντο είναι ένα ποταμάκι που πηγαίνει πέρα ψηλά εκεί που γυρίζει για τα Τρία Ποτάμια. Ένα χιλιόμετρο ήταν έτσι πλάι κοιτούσες επάνω έβλεπες το ποτάμι κάτω. Πηγαίνουν οι Εγγλέζοι εκεί και δίνουν μια κλοτσιά τα βαρέλια, από ένα ένα. Ήταν φτέρες τόσο (ψηλές εννοεί) και παίρνουν τις φτέρες τον κατήφορο τα βαρέλια πάνω στο ποτάμι. Δεν θα τα έβρισκαν εκεί που ήταν αλλά είδαν τις φτέρες πατημένες και λένε ή κανένα αμάξι τις έσπρωξε. Πηγαίνουν οι Γερμανοί, βρίσκουν τα βαρέλια στη σειρά, τα παίρνουν. Πριν να πάνε αυτοί, περνάω εγώ με τον Βασίλη τον Γκούλιο (αναφέρεται σε γνωστό του που ήταν μαζί στο αντάρτικο), λέει πάμε να κρύψουμε ένα βαρέλι, τα είδαμε τα βαρέλια που ήταν καταΐ (κάτω στη γή πεσμένα), από εκεί περασάμε (περάσαμε) εμείς και πήγαμε σ’ ένα χωριό Παλιοχώρι το έλεγαν όχι αυτό που λένε τώρα, είναι καμιά 10ριά σπίτια τώρα, το παράτησαν το χωριό και είναι τα σπίτια μόνα τους μεταξύ Κλεινοβού και Καστανιάς.
[55:15] Γ.Α. Και σε είπε να πάρετε το βαρέλι (με τις λίρες);
[55:18] Μ.Ν. Ναι ο Βασίλης μου λέει πάμε να κλέψουμε ένα βαρέλι; Τι βαρέλι ρε κερατά λέω δεν κοιτάς που είναι οι Γερμανοί; Θα μας σκοτώσουν λέω και άμα μας σκοτώσουν τι θα το κάνουμε το βαρέλι λέω. Ε μου λέει καλά άντε πάμε να φύγουμε, μας είδαν αυτοί αλλά είχαν τον νου εκεί στα βαρέλια και σ’ αυτά που έψαχναν. Μας έβλεπαν που εζωνάμε (βάζαμε) τα όπλα στον ώμο, εμείς τους εβλεπάμε (βλέπαμε) αφού του βλέπαμε εμείς μας έβλεπαν και αυτοί. Δεν μας πείραξαν ντιπ (καθόλου). Μπήκαμε μέσα στο δάσος τότε σιγουρεύκαμε (σιγουρευτήκαμε) ότι γλυτωσάμε (γλυτώσαμε).
[55:56] Γ.Α. Περάσατε από την Καστανιά;
[55:58] Μ.Ν. Ναι, μετά πήγαμε στον Κλεινοβό , μας έδωσαν εκεί ψωμί και κασέρι. Έρχεται ένας αστυνομικός και λέει όσοι είναι από εδώ γύρω τα χωριά να φύγουν να πηγαίνουν στα σπίτια τους γιατί πάσχουμε μαζεύτηκαν όλοι εδώ χιλιάδες δεν ξέρω πόσους είπε για επισιτισμό δηλαδή για φαγητό δεν φτάνει αλλά να φύγουμε, να λιγοστέψουμε άμα μπορείτε όποιος μπορεί να φύγει και φεύγω εγώ, ο Βασίλης, ένας Ηλίας Τσιμπούρας και ένας από την Οξύνεια. Εφυγάμε (φύγαμε) οι τέσσερις (4), από την Καστανιά πήραμε τον δρόμο ένα χωριό Κοκλέος το έλεγαν παλιά, η Καλομοίρα [η Καλομοίρα βρίσκεται σε υψόμετρο 760 μέτρα σε απόσταση περίπου 51 χλμ. Δ.-ΒΔ. από τα Τρίκαλα και 11 χλμ. Δ.-ΒΔ. από την Καλαμπάκα (έδρα του δήμου)] ανάμεσα από εκεί βγήκαμε απέναντι στην Ανάληψη [η Ανάληψη είναι οικισμός της τοπικής κοινότητας Τρυγόνος, της δημοτικής ενότητας (τέως δήμου) Μαλακασίου, του δήμου Μετεώρων, της περιφερειακής ενότητας (τέως νομού) Τρικάλων, στην περιφέρεια Θεσσαλίας] νύχτα πηγαίναμε όλο έρποντας γιατί περνούσαν τα μάτια τα γερμανικά πάνω-κάτω, δηλαδή φύλαγαν περιπολία. Την ημέρα δεν κυκλοφορούσαν γιατί τους χτυπούσαν κάνα αεροπλάνο έρχονταν Εγγλέζοι και την νύχτα επάνω κάτω συνέχεια φύλαγαν τον δρόμο, ήταν φυλάκια κάθε δέκα (10) χιλιόμετρα είχαν φυλάκιο άμα γίνονταν τίποτα μαζεύονταν και από εδώ και από εκεί.
[57:35] Γ.Α. Ήταν η εποχή που έκαψαν την Καστανιά μπαρμπα-Νίκο;
[57:38] Μ.Ν. Ναι τότε που λέω εγώ
[57:40] Γ.Α. Εσείς περάσατε αμέσως μετά;
[57:42] Μ.Ν. Ναι το περάσαμε μετά το κάψιμο
[57:43] Γ.Α. Μέσα από την Καστανιά, πως ήταν η Καστανιά τότε;
[57:46] Μ.Ν. Τότε τα σπίτια ήταν όπως αχάλογο χωριό που λέμε και όταν περασάμε (περάσαμε) δεν ήταν οι δρόμοι, τα σπίτια καμένα αλλά οι δρόμοι ήταν γιομάτο (γεμάτοι) καλαμπόκια, στάρια (σιτάρια) χυμένα, αυτοί τα πέταξαν ή όταν τα φόρτωναν από τα σπίτια και χύθηκαν; όπου και να πατούσες ψηλά σε καρπούς θα πατούσες. Τότε εφυγάμε (φύγαμε) που λέω εγώ, εφυγάμε (φύγαμε) για το χωριό. Στο χωριό πηγαινάμε (πηγαίναμε) και περασάμε (περάσαμε) από την Καστανιά, από τον Αμάραντο.
[58:22] Γ.Α. Μάλιστα, φτάσατε στο χωριό. Το χωριό τότε εκείνη την εποχή το είχαν κάψει οι Γερμανοί; Το Κακοπλεύρι;
[58:29] Μ.Ν. Όχι δεν το είχαν κάψει
[58:31] Γ.Α. Μετά την άλλη χρονιά το έκαψαν
[58:33] Μ.Ν. Μετά ήρθαν απάνω από το…
[58:37] Γ.Α. Μετά την άλλη χρονιά;
[58:39] Μ.Ν. Μετά δεν θυμάμαι να σου πω, αλλά έγινε επιχείρηση από, πως λένε την πόλη που την χτύπησαν πρώτη οι αντάρτες; επάνω στα σύνορα; από τα Γιάννενα πέρα είναι μια κωμόπολη εκεί (πιθανόν εννοεί την Κόνιτσα)
[59:01] Γ.Α. Από εκεί ήρθαν οι Γερμανοί;
[59:03] Μ.Ν. Από εκεί ήρθαν οι Γερμανοί πήραν από τον δρόμο του Μετσόβου που πηγαίνει επάνω μέχρι πέρα από τα Γρεβενά, το πήραν αυτό κάθε χωριό και Γερμανοί και συνεννοούνταν μεταξύ τους αυτοί. Ήρθαν συνέχεια τα χωριά κάψιμο και έφτασαν σε εμάς. Σ’ εμάς πως έγινε, έκαψαν το χωριό και ξεκίνησαν έφυγαν, ανταμώθηκαν από Αγναντιά, από Οξύνεια και από το Κακοπλεύρι [όλα είναι χωριά του Δήμου Μετεώρων]. Στο Κακοπλεύρι είχαν έρθει από τα Πριόνια [Τα Πριόνια (Αρομανικά: Bozovo) είναι χωριό του δήμου Γρεβενών στην Ελλάδα], ήταν στα Πριόνια από τα Πριόνια είχαν έρθει εκεί. Έναν Ζιώγα Νικολάκη που είναι από το χωριό, τον σκότωσαν οι Γερμανοί.
[59:55] Γ.Α. Και μαζεύτηκαν μετά όλοι μαζί στη Μύκανη; [Η Μύκανη απογράφεται ως ξεχωριστός συνοικισμός της Οξύνειας στο Δήμο Μετεώρων στην Περιφερειακή Ενότητα Τρικάλων] Πού; Στο 11500;
[1:00:00] Μ.Ν. Ανταμώθηκαν οι Γερμανοί στη Μύκανη, έπιασαν εκεί που είναι απάνω από τα σπίτια ήταν ένα άνοιγμα εκεί στρατοπέδευσαν. Την νύχτα λαβαίνουν εντολή όσο μπορούν γρηγορότερα, διακόπτω τώρα αυτό που είπα είχαν πληροφορία, είχαν κανονίσει να βγούν από εκεί που έρχονταν από πάνω, το πρωί δηλαδή που θα σηκώνονταν να πάνε Ασπροκκλησιά (χωριό του Δήμου Μετεώρων) σ’ αυτά τα χωριά στα Χάσια (Τα Χάσια είναι βουνό της βόρειας Ελλάδας με υψόμετρο 1.564 μέτρα. Βρίσκονται στα σύνορα του Νομού Τρικάλων με τον Νομό Γρεβενών, βορειοδυτικά της Καλαμπάκας. Αποτελούν τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου.) ψηλά, Αντιχάσια (Τα Αντιχάσια όρη είναι χαμηλή σχετικά οροσειρά βόρεια των Τρικάλων, με υψόμετρο 1.416 μέτρα) εκεί είναι τα Χάσια είμαστε εμείς , ψηλά στα Αντιχάσια να βγούν στην Βερδικούσα (Η Βερδικούσσα είναι κτισμένη στην ανατολική πλευρά των Αντιχασίων[1] σε υψόμετρο 850-930 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ανήκει διοικητικά στο Δήμο Ελασσόνας της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας, της Περιφέρειας Θεσσαλίας). Και να κατεβούνε κάτω στην Λάρισα, να τα κάψουν όλα αυτά. Αλλά την νύχτα ανεβαίνει σήμα να παρουσιαστούν το γρηγορότερο στις πόλεις τις μεγάλες και έτσι γλύτωσαν αυτά όλα.
[1:01:52] Είχαν βάλει βόμβα στον Χίτλερ αλλά δεν τον ανατίναξαν όμως, ανατινάχθηκε η βόμβα πριν να φτάσει στο τραπέζι ο Χίτλερ και σκότωσε τότε όπως έλεγαν 350 αξιωματικούς ότι ήταν όλοι μέτοχοι αυτοί γύρω από τον Χίτλερ. Και έτσι γλίτωσαν τα Χάσια γιατί έτυχε η βόμβα.
[1:01:24] Γ.Α. Από που ήρθαν οι Γερμανοί στο Κακοπλεύρι; Από ποια μεριά μπήκαν στο Κακοπλεύρι;
[1:01:30] Μ.Ν. Ήρθαν από τα Πριόνια, από τα Πριόνια ήρθαν διαμέσου του δρόμου, όπως πηγαίναμε και εμείς τον ίδιο δρόμο.
[1:01:38] Γ.Α. Εσείς που ήσασταν τότε; Που πήγατε;
[1:01:42] Μ.Ν. Εμείς ήμασταν όταν ερχόταν ψηλά εκεί ήμασταν καμιά 80-100 θα ήμασταν, το χωριό όλοι με τα όπλα φυλαγάμε (φυλάγαμε) όταν ήρθαν στο χωριό. Όταν το έκαιγαν ήμασταν πάλι ψηλά.
[1:02:08] Γ.Α. Το βλέπατε; Το βλέπατε που κάηκε;
[1:02:12] Μ.Ν. Το βλέπαμε που καίγονταν και όταν είπαν ήρθε ένας σύνδεσμος. Είχαν συνδέσμους κάθε εβδομάδα έπρεπε να είναι 10 παιδιά να κάθονται στην πλατεία, εγώ εσύ ένας αντάρτης το σημείωμα και όπου έγραφε. Ήρθε ο σύνδεσμος μας λέει τελείωσε το χωριό, έφυγαν και οι Γερμανοί. ‘Ήταν από αυτούς που είπαμε ότι μαζεύτηκαν στην Οξύνεια. Είχαν πάρει τον παππού του Μητροταίου, ποιος τους είπε τίποτα ψέματα δεν τον σκότωσαν τον άφησαν. Πήγαμε εμείς βρίσκουμε τον Μητροταίο στην πλατεία, πώς; Τι; Τί σε ρώτησαν, τίποτα λέει.
[1:03:01] Γ.Α. Μόνο αυτός έζησε;
[1:03:03] Μ.Ν. Ναι μόνο αυτός, σκότωσαν τον Πύρρο, έκαψαν τον γιατρό με την γιατρίνα, τον Παπαθανασιάδη τρείς (3) αυτούς σκότωσαν.
[1:03:16] Γ.Α. Σπίτια έκαψαν πολλά;
[1:03:19] Μ.Ν. Όλα, όλο το χωριό δεν έμεινε τίποτα
[1:03:22] Γ.Α. Έμειναν μερικά; Πόσα έμειναν;
[1:03:23] Μ.Ν. Ε έμειναν, πήραν φωτιά, αυτοί έριχναν σκόνη έβαζαν φωτιά και έφευγαν. Έπαιρνε φωτιά η σκόνη, καίγονταν το σπίτι αλλά σ’ αυτά 3-4 σπίτια που έμειναν έριξαν και έφυγαν αυτοί , έσβησε όμως δεν άναψε ή χαλασμένη ήταν η σκόνη ή κάηκε λίγο και έσβησε και γλίτωσαν τα σπίτια. Του Βαγγέλη άλλα δεν θυμάμαι τώρα.
[1:04:06] Γ.Α. Είπες κάτι πριν ότι έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για την μάχη της Οξύνειας, αλλά ο καθένας τα λέει από το μέρος του, από την μεριά του.
[1:04:17] Μ.Ν. Κοίταξε να δεις η μάχη της Οξύνειας είτε θέλουν είτε δεν θέλουν το ΕΑΜ την έκανε. Αυτή είχε επικεφαλής τον με ψευδώνυμο, όχι τον Ζαραλή , όχι τον άλλο που ήταν επικεφαλής δεν μπορώ να τον θυμηθώ πρέπει να κοιτάξω το βιβλίο να το δω. Αυτός ήταν υπεύθυνος για όλα, για την μάχη, τους είχαν πει τους αντάρτες θα χτυπάτε και θα φεύγετε δεν θα κάνετε του κεφαλιού σας, ότι να ‘ναι αλλά θα χτυπάς άμα είναι εχθρός Ιταλός ότι είναι και με το πρώτο αυτό θα φεύγεις ενώ αυτός έκανε αντίθετα, όχι μόνο δεν έφυγε αλλά επέμενε γι’ αυτό και το τέλος, αλλά βγήκε κερδισμένος αν σκοτώνονταν πολλοί αντάρτες θα περνούσε στρατοδικείο. Δεν ξ’ερω αν πέρασε στρατοδικείο γιατί δεν ξαναφάνηκε από τη μάχη και μετά δεν ξαναμπορέσαμε να τον δούμε πουθενά. Σε βιβλίο να γράψουμε δεν…εξαφανίστηκε. Τώρα τον σκότωσαν τίποτα οι ίδιοι οι αντάρτες; Τον έστειλαν μακριά; Άφανος! Και τώρα ο Παπαχρήστος με ρώτηξε (ρώτησε) πολλές φορές αν το έχω ακούσει, αν έχω δει ούτε ξέρω λέω ούτε τον ξαναείδα. Αυτός έβγαινε στα χωριά, αυτός έδινε τους νόμους, ήταν τελειόφοιτος δεν ξέρω αν ήταν και δάσκαλος γιατί έναν αδερφό που είχε ήταν Διοικητής της Καρδίτσας, ήταν δάσκαλος μπορεί να ήταν και αυτός δάσκαλος.
[1:06:18] Σ.Ν. Τι άλλο; Να μας πέιτε για την υπόλοιπη ζωή σας; Είπατε ότι ήσασταν παντρεμένος, η γυναίκα σας με τα παιδιά; Πότε παντρευτήκατε; Πώς γνωριστήκατε;
[1:06:30] Μ.Ν. Εγώ αφού πέθανε ο πατέρας μου, είχα παντρευτεί, πάντρεψε εμένα πρώτα αλλά είχε βρεί μετά από εμένα, κοιτούσε η γυναίκα μου τα παιδιά, βρήκε μία ήταν κορίτσι αλλά ήταν λίγο μεγάλο και παντρεύτηκε ο πατέρας μου και πήρε αυτή. Εφυγάμε (φύγαμε) εμείς αλλά μέναμε σ’ ένα δωματιάκι και ήμασταν χώρια. Έρχεται ένας εκεί, ήμασταν στο εφεδρικό τότε όλο το χωριό, θα ήμασταν 150 άντρες τότε, έρχεται ένας μου λέει πέθανε ο πατέρας σου κάτω εκεί που ήταν. Έφυγα εγώ πήγα, πήρα και δύο συγγενείς με τα μλάρια (μουλάρια) πήγαμε και πήραμε τον πατέρα και τα μικρά από κοντά. Οχτώ χρόνια είχε ο μεγαλύτερος (εννοεί 8 χρονών). Από τότε ανέλαβα εγώ τα μικρά. Πότε νηστικοί, δεν είχαμε ότι ήθελες να τρως, είχαμε λίγο εφαγάμε (φάγαμε) το στάρι (το σιτάρι) ύστερα είχαμε καλαμπόκι, αλεθάμε (αλέθαμε) καλαμπόκι, μπομπότα (Η μπομπότα είναι μια ξεχασμένη παραδοσιακή συνταγή με καλαμποκάλευρο κάτι ανάμεσα σε ψωμί και κέικ σφιχτό που έθρεψε τους Έλληνες σε δύσκολες εποχές) που λέμε. Εφαγάμε (φάγαμε) και μπομπότα, πότε νηστικοί πότε χορτάτοι. Τσαρούχια καθόλου, πρώτα εβαζάμε (βάζαμε) εκοβάμε (σφάζαμε) κανένα γουρούνι και εφτιανάμε (φτιάχναμε) γουρουνοτσάρουχα (Ήταν παπούτσια περίπου του 1930 που τα φορούσαν οι χωρικοί και ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, τα κατασκεύαζαν από ακατέργαστο δέρμα χοίρο). Τα βάζαμε μια εβδομάδα τρυπούσαν εδώ και εδώ (δείχνει τα σημεία στο παπούτσι που τρυπούσαν) και πατούσαμε καταγή (κάτω στη γή). Άμα έπιανε η βροχή παέναμε (πηγαίναμε) πέρα δώθε, τα πεταζάμε (πετάγαμε) εντελώς. Ύστερα βγήκαν τα καουτσούκια, ήταν καλά κάθε άτομο κάθε μικρός και το καουτσούκι και είχαν στα ποδάρια (στα πόδια) αλλά μάζευαν τα δάχτυλα (δείχνει και πάλι) και είχαμε όλοι από ένα καουτσούκι στα πόδια.
[1:08:30] Σ.Ν. Τη σύζυγο σας πότε την γνωρίσατε;
[1:08:42] Μ.Ν. Α με την γυναίκα μου, αυτή ήταν εσείς δεν ξέρετε υπηρέτριες που έλεγαν, τα κορίτσια φτωχά δηλαδή που δεν είχαν πατεράδες (πατέρες) τα έδιναν σε σπίτια στα Τρίκαλα, Καλαμπάκα. Έχεις ένα κορίτσι μου το δίνεις υπηρέτρια; Το έδινε το κορίτσι και πλέρωναν (πλήρωναν). Η γυναίκα μου είχε μάσει (μαζέψει) δεκατρείς (13) χιλιάδες του Γεωργίου Σταύρου τα έλεγαν είχαν αξία μεγάλη. Έγινε ο πόλεμος πάνε τα λεφτά τα χάλασαν. Τότε η γυναίκα μου είχαν πάει στον Αμάραντο, Μάτης λέγονταν, στον Μάτη ήταν υπηρέτρια. Έφυγε, ήρθε να δει την μάνα της, μας έκαναν προξενιά με τον πατέρα μου, ήταν μεγαλύτερη η γυναίκα μου από εμένα αλλά έζησε 97 χρόνια.
[1:09:42] Σ.Ν. Ωραία, πόσα παιδιά είχατε;
[1:09:48] Μ.Ν. Παιδιά; Τρία (3) δύο (2) κόρες και ο γιός μου που είναι εδώ. Τρία (3) η μία κόρη είναι στην Αθήνα είχε εργολάβο, σοβατζή, πήραν σύνταξη είναι συνταξιούχοι και οι δύο είναι πολύ καλά. Η άλλη δεν πιστεύει κανένας ότι έχει 82 χρόνια, η πρώτη η θυγατέρα μου έχει 82 χρόνια τώρα βάλε τώρα λέει ο Θανάσης δεν πιστεύει κανείς ότι έχω 76 χρόνια (αναφέρεται στον γιό του).
[1:10:41] Γ.Α. Η κόρη σου που είναι; Στην Αμερική;
[1:10:45] Μ.Ν. Στην Αμερική ναι. Έκανε μια κόρη και ένα γιό. Είναι τακτοποιημένη.
[1:10:53] Γ.Α. Ο άντρας της από πού είναι;
[1:10:55] Μ.Ν. Είναι Αμερικάνος, έχει δύο (2) παιδιά και είναι και τα δύο στα Πανεπιστήμια. Τώρα θα βγούν καθηγητές, δεν βγήκαν ακόμη και είναι τα δισέγγονα αυτά ενώ η εγγονή και ο άντρας της είναι μεγάλοι έχουν 50 χρόνια. Τα δισέγγονα έχουν 19 χρόνια. Έχω 4 δισέγγονα και 6 εγγόνια.
[1:11:39] Σ.Ν. Θέλετε να μας πείτε για τη ζωή μετά που έφυγαν οι Γερμανοί; Πως ήταν η ζωή;
[1:11:53] Μ.Ν. Τι να πεις; Έφυγαν οι Γερμανοί αλλά ήταν, κρατούσε εξάμηνα δεν θυμάμαι τώρα πόσο με τα ίδια, δεν άλλαξε η ζωή δηλαδή ώσπου ήρθαν οι αρχές όλες, χωροφυλακή το ένα το άλλο. Άρχισαν οι δουλειές, άρχισαν να παίρνει ο καθένας λεφτά, επαιρνάμε (παίρναμε) 16 δραχμές το ημερομήσθιο, το πρώτο όταν αρχίσαμε να βγαίνουμε ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου νομίζω, 16 δραχμές την ημέρα ώσπου άρχισαν να ανεβαίνουν σιγά σιγά δηλαδή οι 16 έγινα 20 δραχμές αλλά η ζωή πήγαινε όλο πάνω, ανέβαινε η ζωή ανέβαιναν και τα μεροκάματα. Ανέβαινε 10 φορές η γύρα (εννοεί τα αγαθά, η αγορά, το κόστος διαβίωσης) σου έδινε και εσένα 1-2 δραχμές αλλά όπως γίνεται και σήμερα ανεβαίνουν όλα τα πράγματα και εσύ συνταξιούχος εγώ αυτά που έπαιρνα αυτά παίρνω.
[1:13:40] Σ.Ν. Αν θέλετε να μας πείτε πώς ήταν μετά τον εμφύλιο, περάσαμε και δικτατορία πώς ήταν τότε;
[1:13:51] Μ.Ν. Δικτατορία δεν θυμάμαι ποια εποχή ήταν. Με τον Παπαδόπουλο λέτε; Το 1967 ήταν; Τότε ησυχία είχανε, τα πάντα λειτουργούσαν πιο καλά από πρώτα που ήταν ποιος ήταν ο Καραμανλής; Ποιοι ήταν; Πιο καλά ήταν με την δικτατορία. Εφάρμοζαν κάθε νόμο αφού έπιασε κάποιον που κάπνιζε και πέταξε το τσιγάρο έτσι έτυχε να είναι ο, πως τον λένε ο φαλακρός, ο Πατακός το παίρνει το τσιγάρο το πάει και τον λέει γιατί το πέταξες εκεί δεν είναι μέρος να εκεί είναι να το πας. Πάρτον μέσα, τον πάει μέσα φυλακή το βράδυ και μετά τον απόλυκε (τον άφησαν ελεύθερο) και λέει να μάθεις να…αυτό που χρειάζεται όχι κουτουρου (αυθαίρετα). Εφαρμόστηκαν οι νόμοι όλοι, ύστερα είχε δουλειά πολλή, δουλειά όλοι, όλες οι δουλειές αλλά ιδίως οι οικοδομικές πήραν απότομη ανάβαση (αυξήθηκαν πολύ εννοεί). Ελέγαν καλύτερα να βρείς έναν δικηγόρο παρά να βρεις έναν μάστορα, όλοι ψευτομάστοροι είχαν πιάσει δουλειά. Ήταν εποχή καλή αν και εγώ ήμουν ψευτοαριστερός δεν μπορώ να πω ψέματα δεν ησύχαζα από δουλειά.
[1:15:43] Γ.Α./Σ.Ν. Σ’ ευχαριστούμε.
Κάντε εγγραφή στο Newsletter μας
© 2025 Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας
Δευτέρα: | 09:00 – 17:00 |
Τρίτη: | 12:00 – 20:00 |
Τετάρτη: | 09:00 – 20:00 |
Πέμπτη: | 12:00 – 20:00 |
Παρασκευή: | 09:00 – 17:00 |
Κάντε εγγραφή στο Newsletter μας
© 2025 Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας
ΩΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Δευτέρα: | 09:00 – 17:00 |
Τρίτη: | 12:00 – 20:00 |
Τετάρτη: | 09:00 – 20:00 |
Πέμπτη: | 12:00 – 20:00 |
Παρασκευή: | 09:00 – 17:00 |