Αποστολή της KDK είναι η παροχή παραδοσιακών και ηλεκτρονικών υπηρεσιών πληροφοριακού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού και ψυχαγωγικού περιεχομένου, με σκοπό την ενίσχυση της κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων της Καλαμπάκας
Εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις πραγματοποιούνται στο χώρο της Βιβλιοθήκης, στις κοινότητες του Δήμου Μετεώρων, αλλά και σε πανελλαδικό και διεθνές επίπεδο.
Αποστολή της KDK είναι η παροχή παραδοσιακών και ηλεκτρονικών υπηρεσιών πληροφοριακού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού και ψυχαγωγικού περιεχομένου, με σκοπό την ενίσχυση της κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων της Καλαμπάκας
Εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις πραγματοποιούνται στο χώρο της Βιβλιοθήκης, στις κοινότητες του Δήμου Μετεώρων, αλλά και σε πανελλαδικό και διεθνές επίπεδο.
[00:01] Σ.Ν. Ονομάζομαι Νικολέτα Σιώρρη, είμαι Βιβλιοθηκονόμος στη Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας με τη συνεργάτη..
[00:08] Ν.Ε. Εσμεράλντα Ντουντούσι και εγώ το ίδιο Βιβλιοθηκονόμος στη Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας
[00:13] Σ.Ν. Βρισκόμαστε στο χωριό Ξηρόκαμπο [Ο Ξηρόκαμπος βρίσκεται στα ανατολικά του όρους Κράτσοβο σε υψόμετρο 410 μέτρα[1] ενώ απέχει περίπου 21 χλμ. ΒΔ. από την Καλαμπάκα (έδρα του δήμου) και 42 χλμ. ΒΔ. από τα Τρίκαλα] της Καλαμπάκας για να συλλέξουμε τις προφορικές μαρτυρίες από τον κύριο;
[00:23] Γ.Γ. Γιαννούλα Γεώργιο
[00:24] Σ.Ν. Πότε γεννηθήκατε κ. Γιαννούλα;
[00:26] Γ.Γ. 6/2/1943
[00:30] Σ.Ν. Θα μας μιλήσετε λίγο.. κάνετε μια αφήγηση για τη ζωή σας;
[00:35] Γ.Γ. Ναι λοιπόν γεννήθηκα το 1943, μεγάλωσα στο Κακοπλεύρι [To Κακοπλεύρι βρίσκεται στον ορεινό όγκο των Χασίων, περίπου 32 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Καλαμπάκας και είναι χτισμένο σε υψόμετρο 880 μέτρων.] μέχρι 4-5 χρονών από το Κακοπλεύρι μετά άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος στο Κακοπλεύρι όχι μόνο στο Κακοπλεύρι γενικά στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου ήταν στον πόλεμο της Αλβανίας, επέστρεψε από τον πόλεμο της Αλβανίας, τον πήραν εδώ που δημιουργήσαν τον ΕΑΜ ΕΛΛΑΣ [Ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (Ε.Λ.Α.Σ.) ήταν το στρατιωτικό σκέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) κατά την τριπλή κατοχή της Ελλάδας.], βγήκε έξω και συνάμα στον πόλεμο που ήταν στην Αλβανία είχε και έναν χωριανό εδώ που είχε κρυοπαγήσει [είχε υποστεί κρυοπαγήματα] και αργότερα τον κάναμε και συμπέθερο, ο αδερφός μου πήρε την κόρη του. Λοιπόν, αφού κρυοπάγησε τον φέρανε μαζί με τον αδερφό του και κάτι άλλοι γνωστοί από τα γύρω χωριά, τον φέρανε στο χωριό και σώθηκε ο άνθρωπος και αφού άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος μετά τον πήραν, λέγονταν Καρανίκας Ιωάννης, τον πήραν οι αντάρτες που λένε τώρα οι αριστεροί να τον εκτελέσουν αλλά δραπέτευσε και την γλύτωσε. Μόλις έμαθε ο πατέρας μου ότι έγινε αυτό το συμβάν λέει γιατί πολεμάω εγώ; Πολεμούσα με τον Ιταλό για να φύγει από την Ελλάδα και τώρα πήραν τον φίλο μου που εγώ τον έφερα από την Αλβανία κρυοπαγημένο να τον γλυτώσω και αυτοί τον πήραν να τον σκοτώσουν; Άρα κάτι δεν πάει καλά και επέστρεψε από το μέτωπο που ήταν, ήρθε στο χωριό. Αφού ήρθε στο χωριό οι άλλοι για αντίποινα μετά αφού πήραν και σκότωσαν τους αδερφούς τους τους πιάνουν και τους λέει θα πάμε να σας παραδώσουμε στο αστυνομικό τμήμα ας το πούμε, στον στρατό. Συνάμα δεν τους έδωσαν εκεί, τους πήραν, τους πήγαν σ’ ένα ρέμα και τους εκτέλεσαν.
[02:47] Έκτοτε εμείς εδώ ζούσαμε αφού ήταν ο πόλεμος μας είχαν διώξει από το χωριό και ζούσαμε στα μαντριά. Εμείς ήμασταν επάνω σ’ ένα σημείο, η περιοχή λέγεται Λιάγανος εκεί είχαμε όλη την οικογένεια καλύβες και μέναμε και μας διώξανε από εκεί, λέει να μην είστε μέσα στο δάσος έξω να φύγετε κάτω από την Οξύνεια [Η Οξύνεια είναι χωριό της βορειοδυτικής Θεσσαλίας, που διοικητικά υπάγεται στην δημοτική ενότητα Χασίων, του δήμου Μετεώρων] όλο το χωριό. Μισοί είχαν πάει στην Καλαμπάκα οι άλλοι μισοί ήρθαμε εδώ στον Ξηρόκαμπο. Εδώ πάλι είχαμε μαντριά, μείναμε στην καλύβα του παππού μου. Εγώ τότε ήμουν 4 χρονών, θυμάμαι συγκεκριμένα την ημέρα που πήραν τον πατέρα μου να τον εκτελέσουν με είχε στα αυτιά πάνω που λέμε.[εννοεί στους ώμους του]
[03:42] Τέλος πάντων στο δρόμο μας ξεχωρίσανε εμένα με την μάνα μου και άλλα δύο αδερφάκια πήραμε άλλο παράδρομο και πήγαμε στην Οξύνεια να περιμένουμε να έρθουν αλλά δεν ήρθαν, τον πατέρα μου τον εκτέλεσαν. Αφού ήρθαμε εδώ στον Ξηρόκαμπο που να μείνουμε καλύβα δεν είχαμε εμείς είχε ο παππούς μας, ο πατέρας της μάνας μας, η μάνα μου ήταν κόρη του Γιώργου του Γουρσιάνη, όπου είχαν στην τοποθεσία Μπουρίλα καλύβα. Ζήσαμε εκεί μέχρι, βγάλαμε το καλοκαίρι, το φθινόπωρο τέτοια εποχή ήρθαμε εδώ στον Ξηρόκαμπο, όπου δημιουργήθηκε και χωριό μετά, φτιάξαμε καλύβα εδώ και μείναμε εδώ.
[04:33] Συνέχισε ο εμφύλιος, θυμάμαι που απέναντι στο Ύψωμα είχαν φυλάκια οι Τεατζήδες [εννοεί τον κυβερνητικό Ελληνικό Στρατό] γινόταν επιδρομές μία ερχόταν οι αντάρτες κάνανε πλιάτσικα στα χωριά έπαιρναν τι έπαιρναν, συγκεκριμένα ένα Πάσχα ήταν το 1948 την Μεγάλη Εβδομάδα είχαν ειδοποιήσει ότι θα κάνουν επιδρομή, έφυγε το χωριό, φύγαμε πήγαμε στο ρέμα και κρυφτήκαμε, ήρθαν εδώ θυμάμαι την Μεγάλη Πέμπτη καθένας που είχε λίγα ζωντανά είχε πάρει γάλα είχε πήξει γιαούρτι για το Πάσχα μπήκαν στα σπίτια αυτοί τα πήρανε τους κυνηγήσαν οι Τεατζήδες [εννοεί τον κυβερνητικό Ελληνικό Στρατό] έφυγαν στο δάσος σκορπίσανε.
[05:34] Μετά εδώ δημιουργήθηκε χωριό, έστρωσε η κατάσταση το 1949-1950 πήγαμε στο Κακοπλεύρι πάλι. Εκεί πήγαμε στο σχολείο, τα σπίτια ήταν ετοιμόρροπα άλλοι τα έκαναν για αντίποινα γιατί αυτοί είναι αριστεροί εμείς ήμαστε δεξιοί τα είχαν κάψει, όσα δεν έκαψαν οι Γερμανοί τα έκαψαν οι χωριανοί. Τα ξανασυμμόρφωσαν τότε που πήραν ένα σχέδιο Μάρσαλ από την Αμερική [σχέδιο Μάρσαλ εννοείται η οικονομική ενίσχυση κρατών της ευρωπαϊκής ηπείρου, αποκύημα της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α. μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της αντίληψης ότι η επικράτηση του κομμουνισμού θα αποτελούσε κίνδυνο για τα συμφέροντα και των Ηνωμένων Πολιτειών. ] δώσανε κάτι λεφτά κάτι ειδικά μας είχαν δώσει φτιάξαμε το σπιτάκι και συνεχίσαμε τη ζωή στο Κακοπλεύρι. Πήγαινα δημοτικό σχολείο, Γυμνάσιο για να πάμε δεν μπορούσαμε εμείς γιατί ήμασταν γραμμένοι σαν αριστεροί οπότε για να πάμε έπρεπε να πάρουμε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων [Το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ήταν κρατικό έγγραφο το οποίο εκδιδόταν από τις ελληνικές αστυνομικές αρχές ή τον στρατό μεταξύ 1938 και κατά διαστήματα μέχρι το 1981, το οποίο βεβαίωνε ότι κάποιος πολίτης δεν ήταν κομμουνιστής ούτε συμπαθής προς τον κομμουνισμό. Μέσω των Πιστοποιητικών Κοινωνικών Φρονημάτων αποκλείστηκαν από ολόκληρο το δημόσιο τομέα, αλλά και από την εισαγωγή σε ανώτερες σχολές] και η αστυνομία όπως ξέρετε ήταν διαφορετικά δεν πήγαμε ούτε Γυμνάσιο ούτε τίποτα. Συνεχίσαμε, μεγάλωσα έβγαλα το σχολείο είχα μείνει και μία τάξη στα 13 το έβγαλα και μετά συνέχισα να βοσκάω τα ζωντανά στο χωριό με τον αδερφό μου, τον παππού μου ήμασταν 3 αδέρφια. 4 είχε αφήσει ο πατέρας μου, ο ένας ήταν το 1946 γεννηθείς πέθανε εδώ στον Ξηρόκαμπο από την αρρώστια τότε μενιγγίτη [εννοεί μηνιγγίτιδα] που έλεγαν τότε μια βαριά αρρώστια πέθανε και μείναμε 3, 2 αγόρια και 1 κορίτσι. Μεγαλώσαμε , παντρέψαμε την αδερφή μας το 1960, ο αδερφός μου πάλι τα ίδια και εγώ συνέχισα μέχρι το 1963, πήγα φαντάρος, γύρισα, παντρεύτηκα και εγώ το 1966 έκανα τα παιδιά.
[07:48] Ο αδερφός μου έφυγε το 1965 πήγε στην Γερμανία, είχαμε ένα κοπάδι πρόβατα, έφυγα εγώ φαντάρος δεν μπορούσα να τα κοιτάξω, είχαμε τον παππού μας για πατέρα [συγκινείται..] αυτόν γνωρίσαμε σαν πατέρα. Ήθελα να πάω στην Γερμανία, έφευγαν τότε, άρχισε η μετανάστευση. Έφευγε ο ένας, ερχόταν διαφορετικός λέμε θα φύγουμε δεν υπάρχει ζωή εδώ. Αλλού σε υπηρεσία δεν μπορούσαμε να πάμε, να πούμε ότι θα δουλέψουμε κάτι, σε δημόσια υπηρεσία δεν υπήρχε περίπτωση έτσι αναγκαστήκαμε και φύγαμε. Πήγαινα να κάνω τα χαρτιά έλεγαν δεν έχουμε προσκλήσεις για Γερμανία δεν γίνεται, μέχρι το 1968-1969, το 1968 αφού είχε φύγει ο αδερφός μου πήγαμε με τουριστικό διαβατήριο, βγήκα έξω κάθισα 3 μήνες μετά οι Γερμανοί με ξαναέδιωξαν ήρθα πίσω στην Ελλάδα. Μετά μου είχε κάνει πρόσκληση ο μπατζανάκης μου [Μπατζανάκης ή σύγαμπρος. Με λίγα λόγια, συννυφάδες αλλά για αγόρια. Δηλαδή, έστω πως υπάρχουν δύο αδελφές που παντρεύονται. Οι άνδρες τους είναι σύγαμπροι ή μπατζανάκηδες.] ο Θωμάς ο Καρανίκας, συγχωρεμένος τώρα [δεν βρίσκεται στην ζωή].
[09:34] Ήρθα εδώ, πηγαίναμε στο γραφείο ευρέσεως εργασίας μου λέει ο υπεύθυνος η γυναίκα σου μπορεί να φύγει γιατί είναι πρώτου βαθμού συγγένειας αλλά εσύ δεν μπορείς να φύγεις είχαν κάνει τότε τον νόμο, ήταν η δικτατορία εσύ δεν μπορείς να φύγεις λόγω το τάδε, μα που είναι το κόλλημα; Αυτοί το επεξεργάζονταν διαφορετικά, πονηρά τέλος πάντων κατέληξε να πληρώσω, τον πλήρωσα και έφυγα στην Γερμανία το 1969 τον Απρίλιο, 29 Απριλίου δούλεψα μία μέρα στις 30 για να πάρω την Πρωτομαγιά από το εργοστάσιο πλήρωναν οι Γερμανοί εκεί. Από τότε δούλεψα, ήρθα εδώ με άδεια το 1972, έφτιαξα σπίτι εδώ να έχω, γιατί και οι Γερμανοί τότε έλεγαν μια ότι θα διώξουν τους ξένους μια θα κάνουμε εκείνο, δεν είχαμε δικαιώματα. Αργότερα που μπήκαμε στην Ευρώπη και αυτά αποκτήσαμε δικαιώματα και τελικά κατέληξα να δουλέψω μέχρι το 2003 που βγήκα στην σύνταξη, 60 χρονών
[10:49] Έκτοτε, το 1977 πήρα και τα παιδιά, τα είχα αφήσει 10 χρόνια εδώ τα παιδιά. Τον γιό μου τον αφήσαμε 6 μηνών και τον πήραμε 10 χρονών οπότε παιδική ηλικία δεν χαρήκαμε τα παιδιά μας, και εμείς ταλαιπωρία είχαμε και τα παιδιά μας ζήσανε άσχημα. Τα πήραμε και αυτά πέρα, συνέχισαν έβγαλαν το σχολείο, δόξα το Θεό ο γιός μου είναι καλά, είναι φυσιοθεραπευτής έχει δικό του ιατρείο. Η κόρη μου είναι νοσοκόμα δουλεύει στην κρατική υπηρεσία, στο υγειονομικό που λέμε και τώρα επιστρέψαμε εδώ, έχουμε με την γυναίκα, το καλοκαίρι καθόμαστε τον χειμώνα πάμε στην Γερμανία βλέπουμε και τα εγγονάκια, έχω 4 εγγονάκια, 2 εγγονές μεγάλες της κόρης μου και ένα αγόρι και ένα κορίτσι από τον γιό μου.
[12:08] Σ.Ν. Στην Γερμανία τι δουλειά κάνατε;
[12:10] Γ.Γ. Στην Γερμανία δούλευα σε χημική εταιρεία την Bayer [χημική και φαρμακευτική εταιρία που ιδρύθηκε στο Μπάρμεν της Γερμανίας το 1863.] που βγάζει τις ασπιρίνες και αυτά. Το υλικό που παράγαμε εμείς, που βγάζαμε ήταν πλαστικό λεγόταν μπακρολόν, το οποίο χρησιμοποιούνταν για οικιακές συσκευές, για τα καλύμματα που έχουν τα ψυγεία μέσα γενικά αργότερα ύστερα εξελίχθηκε, έκαναν και καρότσες για τα αυτοκίνητα οπότε ήταν μια επικερδής εταιρεία. Το εργοστάσιο αυτό έχει πουληθεί, όλες οι μετοχές μπήκαν άλλοι μέσα μόνο αυτό το τμήμα που δουλεύαμε εμείς, το υλικό αυτό το παράγει η Bayern ακόμη.
[12:58] Σ.Ν. Ήταν δύσκολη η δουλειά σας;
[13:00] Γ.Γ. Η δουλειά ήταν δύσκολη γιατί χρειαζόταν πρώτα γνώση γραμματικώς [εννοεί γραμματικές γνώσεις] εμείς σχολείο γερμανικό δεν είχαμε πάει αλλά πρακτική εξάσκηση με τους Γερμανούς αν και οι Γερμανοί είναι ψυχροί αλλά εμάς σαν μετανάστες μας βοήθησαν. Ότι πρόβλημα είχα ρωτούσα συναδέρφους βοηθούσαν και σιγά σιγά συνήθισα, έμαθα και εγώ να γράφω να διαβάζω τη γλώσσα, συνεννοούμουν σαν κανονικός Γερμανός και ακόμη συνεννοούμαι δεν έχω πρόβλημα. Ο μισθός ήταν πολύ καλός δουλεύαμε βάρδιες [χτυπάει το τηλέφωνο του] πρωί, απόγευμα, νύχτα. Η γυναίκα μου στο σπίτι δούλευε και αυτή πρωί η γυναίκα, απόγευμα εγώ για να προσέχουμε τα παιδιά. Μετά αρρώστησε η γυναίκα μου, είχε μια περιπέτεια έμεινε στο σπίτι, μεγάλωσαν τα παιδιά, παντρεύτηκαν δόξα το Θεό έχω μια οικογένεια είμαι ευχαριστημένος μέχρι τώρα.
[14:39] Ν.Ε. Εγώ θα ρωτούσα αν σας δινόταν η ευκαιρία να σπουδάσετε κάτι τι θα θέλατε να κάνετε;
[14:44] Γ.Γ. Αν δινόταν η ευκαιρία να σπουδάσω, εγώ είχα πιο πολύ βλέμμα σε τεχνικά πράγματα, η ξυλουργική προπαντός και από μικρός που ήμουν έλεγα, ήταν μια σχολή στην Καλαμπάκα η ξυλογλυπτική [Η μοναδική δημόσια Ξυλογλυπτική Σχολή της χώρας, η Σ.Α.Ε.Κ. Τρικάλων στην Καλαμπάκα, συμβάλλει αποφασιστικά στη συνέχιση της μακραίωνης παράδοσης στην εκκλησιαστική, λαϊκή, ναυτική, ποιμενική και νεοελληνική αστική ξυλογλυπτική τέχνη.] τότε πήγαιναν μάθαιναν χτίστες οι ξυλουργοί, έλεγα την μάνα μου την συγχωρεμένη να πάω και εγώ εκεί και να με γράψει. Εντωμεταξύ η μάνα μου είχε έναν αδελφό που ήταν, είχε πάει και τότε στο σχολαρχείο, τον οποίο το 1945-1946 τον είχαμε δάσκαλο εδώ στο χωριό και έλεγα πες τον μπάρμπα να με προωθήσει να πάω μετά το σχολείο να μάθω την τέχνη, να γίνω μαραγκός. Ε έλεγε περίμενε, περίμενε αλλά για γράμματα η αλήθεια είναι ότι δεν είχα και πολλά γιατί όταν ξεκίνησα είχαμε ένα αναγνωστικό και μία πλάκα που γράφαμε άλλα βιβλία δεν υπήρχαν μέχρι την πέμπτη, έκτη τάξη βιβλίο ιστορία, θρησκευτικά άλλα δεν υπήρχαν και ότι έπιανα από τον δάσκαλο. Δεν είχα ξεκινήσει καλά, μετά αργότερα όμως ήρθε το μυαλό αλλά για τέχνη μου άρεσε πιο πολύ η ξυλουργική και στα ζωντανά που πήγαινα με συγχωρείς πήγαινα θα το πώ στα χωριάτικα σβάρνα [εννοεί με το ζόρι]. Αν πήγαινα ή θα έφερνα ένα κουτσό, σκότωνα και από κανένα [γελάει..] δεν μου άρεσε να είμαι κτηνοτρόφος. Βοηθούσα αναγκαστικά δεν υπήρχε άλλος τρόπος έπρεπε να δουλέψουμε, να βγάλουμε τον επιούσιων άρτο που λένε. Αργότερα που είχα παντρευτεί στο χωριό επιχείρησα να μπω και εγώ στο Δημόσιο, το επάγγελμα του αγροφύλακα. Έκανα τα χαρτιά, όλα αυτά αλλά τότε εξαρτώταν από το συμβούλιο του χωριού. Εν τω μεταξύ ήταν η δικτατορία τότε το 1967-1968 ήμασταν 3 υποψήφιοι και λένε αυτός για μένα είναι αριστερός κόψτε τον και αυτός που έγινε αγροφύλακας είχε έναν αδερφό αγνοούμενο έξω, ο τρίτος είχε κάτι ο πατέρας του ήταν λίγο τσαπατσούλης λένε δεν μας κάνει και αυτός. Ένας που ήθελε να με υποστηρίξει λέει αφού και αυτός στην ίδια μοίρα είναι το ξέρουμε ότι ο πατέρας του ήταν αριστερός, σκοτώθηκε τελείωσε δεν έχει δείξει μέχρι τώρα ένδειξη, ο άλλος έχει αγνοούμενο αδερφό άμα ο αδερφός βγει μπροστά αύριο τι θα κάνει θα τον σκοτώσει; [εννοεί αν εμπλέκονταν πολιτικά με την Αριστερά]. Τέλος πάντων τον έκαναν εκείνο αγροφύλακα από αυτό ήταν η αιτία που εξαναγκάστηκα και έφυγα, λέω δεν υπάρχει ζωή εδώ όποια πόρτα και να χτυπήσεις βρίσκεις εμπόδιο δεν γίνεται και τα μάζεψα και έφυγα. Είχα κάνει τα χαρτιά να πάω στην Αυστραλία μετά αλλά σκέφτηκα αν πάω στην Αυστραλία γιατί μας είχαν δώσει κάτι χαρτιά και έγραφε μέσα να μάσεις [μαζέψεις] τα μπαούλα, κουβέρτες εκείνο το άλλο, κατσαρόλια όλο το σπιτομάζωμα που χρειάζεται λέω τι γίνεται εδώ αφού ξεσπιτωνόμαστε δεν πάω Αυστραλία και κατέληξα πήγα Γερμανία και δούλεψα.
[19:26] Σ.Ν. Πόσο εύκολο ήταν να μεταναστεύσετε στην Γερμανία εκείνα τα χρόνια;
[19:34] Γ.Γ. Εύκολο δεν ήταν, ήταν πολύ δύσκολο κατ΄αρχήν ξένη γλώσσα ύστερα είχαμε και το άλλο ζήτημα έλεγε ο κόσμος, με συγχωρείς για τη φράση ήρθαν οι κερατάδες οι Γερμανοί μας σκότωσαν, μας έκαψαν τώρα να πάμε να δουλέψουμε; Ήταν και αυτό αλλά εξαναγκαστικά αφού δεν υπήρχε τρόπος εδώ;
[20:00] Ξέχασα παράλειψη παντρεύτηκα το 1966, το φθινόπωρο πήγα στην Αττική για να μάσουμε [μαζέψουμε] σταφύλια στον τρύγο να βγάλουμε μεροκάματο. Πήγαμε με την γυναίκα μου, που να κοιμηθούμε; Σπίτια δεν μας δίνανε και οι ίδιοι οι Έλληνες που λέμε, αυτούς που δουλεύαμε στα αμπέλια τους και κοιμόμασταν στην πλατεία, πίσω από την Εκκλησία όλο το βράδυ ήμασταν με τον κουνιάδο μου και δύο άλλα ξαδέρφια πατούσαμε τα σταφύλια στο πατητήρι πηγαίναμε το πρωί να κοιμηθούμε, κοιμόμασταν μέχρι τις 10 η ώρα οι άλλοι χωρικοί εκεί πηγαίναν πίναν τσίπουρα, έβγαιναν έξω μας έβλεπαν και έλεγαν «κοιμούνται τα γουρούνια, κοίταξε να δεις» εκείνο μου μπήκε μέσα [εννοεί στο μυαλό] και λέω τα παιδιά την άλλη μέρα εγώ αύριο θα πάω πέρα σ’ ένα χωράφι ήταν δίπλα είχε αμυγδαλιές εκεί θα πάω να κοιμηθώ. Θα φύγω μπορεί να με βρίζει ο Γερμανός αλλά δεν τα καταλαβαίνω οπότε εδώ τώρα ο ίδιος ο Έλληνας να σε εκμεταλλεύεται να δουλεύεις να σε βρίζει και από πάνω λέω δεν γίνεται και έφυγα, μετανάστευσα δόξα το Θεό πέρασα καλά όμως. Ήταν δύσκολα η δουλειά δηλαδή πνευματικώς ήταν δύσκολες οι μηχανές δεν ήταν παιχνίδι δεν ήταν απλά το σίδερο που το έπαιρνε και το χτυπούσε, εγώ έπρεπε να ζυγίζω μέχρι γραμμάριο να βγάλω. Παίρναμε το υλικό άσπρο σαν αυτό [δείχνει ένα μπουκάλι νερό που κρατάει] και το δίναμε χρώμα μετά για τις παραγγελίες που είχε. Παραγγέλναν οι ηλεκτροφίρμες η Braun, η Siemens, η Philips , έβγαζαν τα καλύμματα για τα τρυπάνια και πρίζες που έχουμε τα ηλεκτρικά. Οπότε σου έδινα τη συνταγή και έπρεπε να το βγάλεις ακριβώς στο χρώμα που ήταν δόξα το Θεό ήμουν καλός, είχα καλή αμοιβή. Είχα πάρει την ειδίκευση μετά μου είχαν δώσει και βαθμό σαν ειδικευμένο εργάτη. Δούλεψα 35 χρόνια σ’ αυτή την φίρμα.
[22:51] Ν.Ε. Η γυναίκα σας εργαζόταν;
[22:54] Γ.Γ. Η γυναίκα μου εργαζόταν 15 χρόνια, η γυναίκα μου πρώτα είχαμε πάει με πρόσκληση σε κλωστήριο. Μετά από το κλωστήριο δούλευε σ’ ένα λαμαρινάδικο που έφτιαχνε τα κουτιά για την Νivea [μία από τις κορυφαίες εταιρείες στον τομέα της περιποίησης της επιδερμίδας – με περισσότερα από 130 χρόνια εμπειρίας. Ένα από τα βασικά προϊόντα της είναι η εμβληματική της κρέμα περιποίησης που αποθηκεύεται σε κουτί από λαμαρίνα μέχρι σήμερα] γενικά τέτοια, τενεκές, έφτιαχναν κουτιά για μπισκότα για διάφορα.
[23:25] Μετά ήρθαμε το 1972 για ένα χρόνο, το 1969 πήγαμε το 1972 ήρθαμε εδώ να φτιάξουμε το σπίτι. Καθυστερήσαμε με την άδεια, πήγαμε στην Γερμανία την έδιωξαν την γυναίκα μου από τη φίρμα. Εν τω μεταξύ χωρίς να ξέρει ο υπεύθυνος εκεί ήταν δηλαδή εκμετάλλευση εδώ ο Έλληνας εκμετάλλευση και εκεί είχαμε έναν διερμηνέα ήταν ελληνότροπος, δηλαδή από επάνω πομάκος και μόλις γύρισε λέει σε απολύουμε, σε διώχνουμε. Περίμενα 15 μέρες να πάρω τα χαρτιά εν τω μεταξύ βρήκαμε άλλο εργοστάσιο, το οποίο ήταν σαπουνάδικο. Έβγαζε σαπούνια από τη φίρμα Heigel που βγάζει τα απορρυπαντικά πήγε και δούλευε μας είπαν από το εργοστάσιο φέρτε τα χαρτιά, άρχισε να δουλεύει πήγα στο εργοστάσιο να πάρω τα χαρτιά, ζήτησα τον διερμηνέα λέει την διώξαμε την γυναίκα σου φύγε, εγώ δεν έφυγα λέω δώσε μου τα χαρτιά τουλάχιστον αυτός έφυγε. Με βλέπει ο διευθυντής λέει τι κάθεσαι εδώ λέω ήρθα να πάρω τα χαρτιά της γυναίκας μου, ποια είναι η γυναίκα σου; Η Γιαννούλα Παρασκευή του λέω είχα μάθει πέντε λέξεις να λέω [στα γερμανικά εννοεί] το 1972-1973. Μου λέει που είναι η γυναίκα σου; την διώξατε λέω. Αυτή την γυναίκα διώξαμε, το θυμάμαι σαν τώρα, τον φωνάζει λέει που είναι η γυναίκα; Αυτή την γυναίκα έδιωξες τον αρχίζει στα βρισίδια δώσε στον άνθρωπο τουλάχιστον τα χαρτιά και θα τα πούμε αργότερα. Μου έδωσε τα χαρτιά, δούλεψε η γυναίκα μου 15 χρόνια μετά κουραζόταν εδώ που τα λέμε δουλειά στο σπίτι δουλειά στο εργοστάσιο, είχαμε και τα παιδιά, πήγαιναν σχολείο έπρεπε να είναι πλυμένα, καθαρά όλα. Για να κάνουμε οικονομία δεν είχαμε ούτε πλυντήριο, μπουγάδα στο χέρι η γυναίκα, να μαγειρεύει και τα φαγητά εγώ τα ίδια δούλευα υπερωρία. Αρρώστησε η γυναίκα μου, αγχώθηκε πηγαίναμε 5 χρόνια σε γιατρούς μετά την βγάλανε σε σύνταξη πρόωρη έκτοτε δεν δούλεψε αλλά δόξα το θεό έγινε καλά.
[26:16] Για τα χωράφια που καλλιεργούσαμε, καλλιεργούσαμε τα χωράφια πρώτα με τα βόδια, εδώ απέναντι όλα αυτά τα δάση που βλέπετε τώρα ήταν όλα καλλιεργήσιμα. Αρχίζαμε μόλις βγάζαμε το σχολείο ερχόταν οι εξετάσεις, άρχιζε ο θέρος [το θέρισμα] όταν ήμουν πιο μικρός που πήγαινα σχολείο. Φόρτωναν το γαϊδούρι με τα δέματα τα σιτάρια και τα έφερναν εδώ στο χωριό, είχαμε το αλώνι, το αλωνίζαμε με τα βόδια με δοκάνια [Το δοκάνι αποτελείται από δυο μεγάλες τάβλες που στην μια άκρη τους ανασηκώνονται λίγο. Στο σημείο που αρχίζουν να ανασηκώνονται οι τάβλες, είναι καρφωμένο από πάνω ένα καδρόνι με ελαφρά καμπύλο σχήμα και μια ορθογώνια εγκοπή στο κέντρο της κάτω πλευράς, για να δένεται πίσω από το άλογο ή πίσω από το ζευγάρι των ζώων. Στην άκρη της πίσω πλευράς, είναι καρφωμένο ένα ελαφρά καμπύλο καδρόνι. Στην κάτω πλευρά έχει μπήξει σε σχισμές που άνοιξε ο τεχνίτης με καλέμια μικρές πέτρες σκληρές. Το δοκάνι το χρησιμοποιούσαν για το άλεσμα.] αν έχτε υπόψιν σας, όλη την ημέρα αλώνιζαν το βράδυ το μαζεύανε, το λυχνίζανε [με το λίχνισμα έδιωχναν το άχρηστο άχυρο για να κρατήσουν το πολύτιμο σιτάρι.] αλλού το άχυρο αλλού το σιτάρι. Το πρωί 4-5 η ώρα με σήκωναν, φόρτωναν το γαϊδούρι να το πάω στο Κακοπλεύρι, σκοτάδι ακόμη έβγαινα στην κορυφή από το βουνό πάνω τότε άρχιζε ο ήλιο και άνοιγε σαν μικρό παιδί φοβόμουν αλλά τι να κάνω ανέβαινα και εγώ καβάλα στο γαϊδούρι έβγαινα στο δρόμο επάνω, πήγαινα στο χωριό ξεφόρτωνα, άδειαζα το σιτάρι εκεί, δεν είχαμε και τσουβάλια να το βάλουμε μιλάμε για φτώχια.
[27:38] Σ.Ν. Πόσο χρονών ήσασταν τότε;
[27:40] Γ.Γ. Τότε 10,11 χρονών. Μου έλεγε ο παππούς μου φόρτωνε το γαϊδούρι και έλεγε θα κοιτάς όταν γέρνει θα πας από την άλλη μεριά θα βάλεις μια πέτρα θα κοιτάς και το σαμάρι πίσω που φορτώναμε είχε δύο ξύλα έτσι κοτσάκια τα λέγαμε αυτά που βάζαμε το σχοινί για να το δένουμε και βάζαμε 3 δεμάτια, το πρώτο στη μέση μετά μπροστά, μετά πίσω τα κανονίζαμε αλλά ευτυχώς ήταν καλό το γαϊδούρι δεν έγερνε, τα έφερνα από εδώ τα ξεφόρτωνα. Εν τω μεταξύ μόλις ερχόμουν από το ρέμα ήταν δεντράκια και λαλούσε ο τζίτζικας εγώ πήγαινα να πιάσω τον τζίτζικα και το γαϊδούρι κινούνταν για να διώξει τις μύγες και κοιτούσα μη με δει ο παππούς μου και με μαλώσει. Μετά έγινα 15-16 χρονών άρχισα και εγώ να οργώνω, ο παππούς μου ήταν γύρω στα 70 και, 75 χρονών πέθανε είχε κάνει 3 φορές εγχείρηση. Ζωή δύσκολη μερικές φορές τα θυμάμαι και με πιάνει ανατριχίλα λέω πως περνούσαμε, λέω καμιά φορά στα παιδιά και λένε άστα πάνε πέρασαν αυτά. Εσείς τα ακούτε σαν παραμύθια [γελάει]
[29:29] Ν.Ε. Φίλους είχατε πέρα από την δουλειά έτσι πιο κοινωνική δουλειά στο χωριό;
[29:34] Γ.Γ. Είχα πως δεν είχα, είχα και φίλους
[29:36] Ν.Ε. Τι θυμάστε έτσι από παρέες, από εκδηλώσεις ίσως;
[29:41] Γ.Γ. Ήμουν κοινωνικός και γλεντζές και έπινα και χόρευα, έκανα και ξενύχτια δόξα το θεό δεν είχα τριβές εδώ με τον κόσμο, να μαλώνω. Με έβριζαν μπορεί να άκουγα κουβέντες από πίσω γιατί όπως λέμε κάπου κάπου ήθελες να πάρεις μέρος να μιλήσεις και σου έλεγε ο άλλος σταμάτα εσύ, είσαι κομμουνιστής δεν έχεις αξία αλλά δεν με πείραζε, το έριχνα κι έτσι από πίσω έλεγα δεν βαριέσαι άστους.
[30:27] Τα πανηγύρια ναι πήγαινα με τη γιαγιά μας με τον Θανάση, η μάνα μου και η μάνα του Θανάση ήταν αδερφές [δείχνει τον ξάδερφο του που είναι παρών στην συνέντευξη] και η γιαγιά μας ήταν πολύ θρησκευτική [πολύ πιστή εννοεί] μας έπαιρνε είχε ένα μουλάρι και εμείς το τραβούσαμε είχα και ένα ξάδερφο, εγώ το 1943 εκείνος το 1946 γεννημένος, τρία χρόνια μικρότερος αλλά μας έπαιρνε πάντα η γιαγιά μου να τη συνοδεύουμε, πηγαίναμε σε όλα τα εξωκκλήσια και είχε την συνήθεια να κοιμόμαστε μέσα στην Εκκλησία τον Άγιο Νικόλαο που έχουμε εδώ έξω, στην Ανάληψη στην Τρυγόνα [είναι οικισμός της Θεσσαλίας στην Περιφερειακή Ενότητα Τρικάλων] πηγαίναμε από το βουνό, πηγαίναμε στην Εκκλησία 50 λεπτά, μισή δραχμή μας έδινε η γιαγιά και βγαίναμε έξω ήταν κάτι ψιλικατζήδες να πάρουμε μία σφυρίχτρα να έχουμε και εμείς από το πανηγύρι κάτι να σφυρίζουμε. Μετά την Εκκλησία μας έπαιρνε η γιαγιά μας από το χέρι ελάτε εδώ όπου θα πάω εγώ και εσείς πηγαίναμε σε σπίτια γνωστών που είχε η γιαγιά μας τρώγαμε και το απόγευμα παίρναμε το μουλάρι από το μονοπάτι πάλι στο χωριό. Αργότερα που μεγαλώσαμε πηγαίναμε μόνοι μας.
[32:18] Όλο το χωριό είχε πρόβατα, τότε ήταν μεγάλο το χωριό μας σχεδόν από την περιφέρεια ήταν το δεύτερο σε πληθυσμό είχε 1500 άτομα αν θα είχαν μόνο 2 με 3 οικογένειες θα είχαν μία κατσίκα μόνο, οι περισσότεροι άλλος είχε 15, άλλος 20, άλλος 30 τα δίνανε σε άλλους. Εμείς στην αρχή είχε ξεκινήσει ο παππούς μου που έμεινε χωρίς, τα παιδιά του τα άλλα είχε άλλα 2 αγόρια είχαν χωρίσει είχαν φύγει τέλος πάντων όλο το χωριό ζούσε με κτηνοτροφία εδώ όλο το μέρος αν πήγαινες έξω μαντρί εδώ μαντρί εκεί όλο μαντριά όπου πήγαινες από εδώ μέχρι το Κακοπλεύρι θα συναντούσες κοπάδι
[33:21] Σ.Ν. Ποια άλλα επαγγέλματα υπήρχαν εκείνη την εποχή;
[33:25] Γ.Γ. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν άλλα επαγγέλματα εκτός από δύο τρείς που ήταν ξυλουργοί και χτιστάδες [χτίστες] χτίζανε τα σπίτια να όπως αυτό [δείχνει το κτίριο που πραγματοποιείται η συνέντευξη] αυτό έχει γίνει με προσωπική εργασία, το σχολείο εδώ δεν υπήρχε στην αρχή αυτό δεν υπήρχε είχαν αγοράσει το 1925 το κτήμα οι παππούδες μας αυτό το μέρος το είχαν αφήσει για βοσκότοπο ήταν Ξηρόκαμπος όνομα και πράγμα δηλαδή άλλο από πέτρα δεν υπήρχε και το είχαν για βοσκοτόπι. Κατέβαιναν τον χειμώνα δεν είχε και πολύ χιόνι εδώ και το καλοκαίρι βγαίναν στο Κακοπλεύρι που είχε αέρα. Μερικοί αυτό που θυμάμαι εγώ ήμουν μικρός όταν το χωριό ήταν καμένο είχαμε μαστόρια από τα Ζαγοροχώρια, από το Κεράσοβο συγκεκριμένα που χτίζανε, ήταν δύο τρία γκρουπ, που χτίζανε τα σπίτια του χωριού και όταν ένας έλεγε θα φτιάξω το σπίτι, τα σπίτια τότε ήταν ένα στυλ, δύο δωμάτια, ένα δεξιά ένα αριστερά στην μέση λίγο χολ, το οποίο ένα δωμάτιο είχαν φτιαγμένο και το υπόλοιπο έβαζαν το βόδι, το γαϊδούρι, τα πρόβατα, τα κατσίκια μέσα και στο άλλο έμεναν.
[35:02] Μαζεύονταν το χωριό και βοηθούσε υπήρχε αλληλεγγύη άλλος έφερνε ξύλα, άλλος έφερνε τα τσιμπίδια βοηθιόταν και οι συγγενείς ήταν δεμένοι να θερίσουμε όλοι μαζί. Σοφάδες και τέτοια δεν υπήρχαν έτσι όπως είναι ο τοίχος [δείχνει τον τοίχο] τέτοιο ντουβάρι καθόμασταν μέσα. Όπως το χτίζανε μπαίναμε μέσα το σκέπαζε χωρίς ταβάνι επάνω χωρίς τίποτα και αν υπήρχε καμιά σταλαγματιά ερχόταν δηλαδή φωτισμό είχαμε δαδί από τα πεύκα δεν είχαμε ρεύμα δεν είχαμε τίποτα. Το βράδυ καθόμασταν σαν παιδιά που πηγαίναμε σχολείο παίζαμε όλη την ημέρα έξω, μας μάζευαν το βράδυ να γράψουμε τι να γράψουμε με το φως καθόμασταν έτσι και γράφαμε με συγχωρείς ο καπνός έρχονταν στα μάτια έτσουζαν τι να γράψεις και που, είχαμε ένα τετράδιο μπροστά δύο φύλλα είχαμε την ανάγνωση, αριθμητική, γραμματική σ’ ένα τετράδιο τα είχαμε όλα μέσα. Για να πάρουμε ένα τετράδιο πηγαίναμε ένα αβγό χρήμα δεν υπήρχε δίναμε το αβγό και παίρναμε ένα τετράδιο. Ένα μολύβι με μελάνι τότε που το έβαζαν και δεν έσβηνε έκανε 2 δραχμές έπρεπε να δώσεις 4 αβγά να πάρεις ένα μολύβι.
[36:50] Σ.Ν. Υπήρχαν γιατροί, νοσοκομεία;
[36:54] Γ.Γ. Γιατροί υπήρχαν, νοσοκομεία δεν υπήρχαν. Γιατροί υπήρχαν εγώ στα 9 είχα πρόβλημα με τις αμυγδαλές, 9 χρονών έκανα εγχείρηση στις αμυγδαλές πήγα στην Λάρισα με τον παππού μου σ’ ένα μικρό σπιτάκι είχε 3 δωμάτια, το ένα είχε το χειρουργείο, το άλλο είχε το γραφείο και το ένα που έμενε με την οικογένεια του. Εγχείρηση έτσι όπως κάθομαι εδώ, δίπλα από εμένα ήταν ο γιατρός και από εκεί ήταν ο παππούς μου όλα τα έβλεπα το πιστόλι με ένα σύρμα που έβαλε να μου κόψει τις αμυγδαλές, το έβαζε μέσα και το τραβούσε ναρκώσεις και τέτοια μόνο από πίσω μου είχε κάνει μετά έκανα λάκκο με τα πόδια [εννοεί πίεζε τα πόδια στο δάπεδο από τον πόνο του] από τον πόνο από τις 10 το πρωί μέχρι το βράδυ δεν είχα καταπιεί καθόλου έβγαζα το αίμα από το σάλιο. Στις 10 το βράδυ μου έδωσε παγωτό θυμάμαι για να παγώσει και την άλλη μέρα το πρωί σούπα, κοτόσουπα από νερό δεν είχε τίποτα μέσα ούτε ρύζι ούτε κοτόπουλο. Οι παθολόγοι ήταν στην Καλαμπάκα 2,3 γιατροί και ένας οδοντίατρος, ο οποίος τα δόντια τα έβγαζε με την πένσα και πρακτικοί στο χωριό. Παίζαμε με τα άλλα τα παιδιά εγώ είχα στραμπουλήξει το πόδι και με πήγαν σ΄έναν πρακτικό είχε γυρίσει το πόδι μου, μου το ξαναγύρισε και έφτιαξε για γύψο μαλλί από κατσίκα και αβγό το έφτιαξε σαν γύψο μου το έδεσε για να το κρατήσω. Είχα φτάσει 6 χρονών μετά έκανα 6 μήνες πήγαινα με τα γόνατα, μπουσουλούσα μετά από 6 μήνες ξανασηκώθηκα όρθιος να περπατήσω.
[39:31] Σ.Ν. Πως ταξιδεύατε εκείνα τα χρόνια για να πάτε στην Καλαμπάκα ή στην Λάρισα;
[39:36] Γ.Γ. Με τα πόδια, η μάνα μου πήγαινε στην Καλαμπάκα, να με πάει και μένα γιατί παιδιά ήμασταν παίζαμε με τα κρύα ήμουν συνέχεια με τις αμυγδαλές να με πάει στο γιατρό και αυτή να με έχει για παρέα με έπαιρνε από εδώ ερχόμασταν από το Κακοπλεύρι κοιμόμασταν εδώ στην αδερφή της. Το πρωί με το φως, το δαδί όχι φως παίρναμε το μονοπάτι βγαίναμε στο Μουργκάνι [Η Μουργκάνη βρίσκεται προς τα βόρεια όρια με την Περιφερειακή Ενότητα Γρεβενών σε υψόμετρο 290 μέτρα.[2] Απέχει περίπου 11 χλμ. Δ.-ΒΔ. από την Καλαμπάκα (έδρα του δήμου) και 31 χλμ. ΒΔ. από τα Τρίκαλα] μετά στην άσφαλτο με τα πόδια πηγαίναμε στην Καλαμπάκα έπαιρνε ένα κιλό αλάτι, μακαρόνια, κριθαράκια και τέτοια ήταν άγνωστα στη ζωή τότε εκτός από τραχανά και κανένα κρεμμύδι και αυτά λιγοστά τα είχαμε. Με πήγαινε στο γιατρό και εμένα θυμάμαι μου είχε δώσει κάτι καραμέλες είχαν γεύση σοκολάτας τις έβαζα όταν με πείραζαν οι αμυγδαλές είχα φτάσει με συγχωρείς να τα σιχαίνομαι. Το έπαιρνα από την μάνα μου και πήγαινα στον τοίχο και το πετούσα, το έκρυβα στην χαραμάδα να μην ψάξει να το βρει. Το ήπιες μου έλεγε η μάνα μου, το ήπια έλεγα ψέματα τι να πω το έβλεπα και αηδίαζα. Δεν είχε και γιατρούς πολλούς θυμάμαι το αδερφάκι μας που πέθανε το πήρε από εδώ με πυρετό το πήγε στην Καλαμπάκα, και άλλα παιδιά είχαν πεθάνει όχι μόνο το δικό μας, το έκανε μια ένεση πάνω στην ένεση ξεψύχησε. Όταν το 1955 πέθανε η γιαγιά μου έπαθε εγκεφαλικό μέσα στην εκκλησία δεν ήξερε ο κόσμος τι είναι εγκεφαλικό, την έπιασαν τα γράμματα έλεγαν από την λειτουργία. Βγήκε έξω έμεινε φυτό μία εβδομάδα μόνο που ανέπνεε μετά από μια εβδομάδα πέθανε. Δεν υπήρχε γιατρός έπρεπε να πας να τον πάρεις με το μουλάρι και ήθελες μισή μέρα να πας μισή να γυρίσεις δεν υπήρχαν πέθανε σε ηλικία 55 χρονών. Όλοι οι γέροι δεν θυμάμαι να έφταναν 80 χρονών πολύ λίγοι, 70, 75 από τα 60 τον έβλεπες και έλεγες αυτός είναι πολύ γέρος. Ήταν δουλεμένος ο κόσμος, ταλαιπωρημένοι όπως βλέπουμε καμιά φορά στην Αφρική στην ζούγκλα που ζουν οι ταλαίπωροι ακριβώς έτσι ήταν. Να περπατάς, παπούτσια δεν υπήρχαν τσαρούχια, το δέρμα από το γουρούνι το ξεραίναν και το έκοβαν τόσο φαρδύ, έβαζες το πόδι και ράβανε την μύτη μπροστά και γύρω γύρω με λουρί από το ίδιο το δέρμα και σχοινιά και φορούσαμε τσαρούχια. Πηγαίναμε στο σχολείο, ένα μέτρο χιόνι στο Κακοπλεύρι έπεφτε πολύ χιόνι. Για να πάμε από το σπίτι στο σχολείο έβγαζαν τα βόδια έξω πήγαιναν τα βόδια μπροστά και εμείς πηγαίναμε από πίσω για να πάμε στο σχολείο.
[….το βίντεο διακόπηκε λόγω τεχνικού λάθους αλλά ο κ. Γιαννούλας εξακολούθησε να περιγράφει τη ζωή του, παρακάτω επισυνάπτονται αυτά που είπε και δεν καταγράφηκαν στο βίντεο]
Τα τσαρούχια μαλάκωναν από το χιόνι και έβγαιναν, με συγχωρείς από πάνω μου από κάτω είχαμε τις κάλτσες, οι κάλτσες μάλλινες αλλά αφού ήταν τρύπιες μπάλωμα στο μπάλωμα καθόμασταν όπως ήταν η αίθουσα, κάτω ήταν η σόμπα, κάθονταν ο δάσκαλος μπροστά και εμείς από πίσω κάναμε έτσι ούτε σακάκι χοντρό είχαμε ούτε τίποτα, ζωή άθλια.
Κάντε εγγραφή στο Newsletter μας
© 2025 Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας
Δευτέρα: | 09:00 – 17:00 |
Τρίτη: | 12:00 – 20:00 |
Τετάρτη: | 09:00 – 20:00 |
Πέμπτη: | 12:00 – 20:00 |
Παρασκευή: | 09:00 – 17:00 |
Κάντε εγγραφή στο Newsletter μας
© 2025 Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας
ΩΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Δευτέρα: | 09:00 – 17:00 |
Τρίτη: | 12:00 – 20:00 |
Τετάρτη: | 09:00 – 20:00 |
Πέμπτη: | 12:00 – 20:00 |
Παρασκευή: | 09:00 – 17:00 |