Η εξέγερση του Καστρακίου (1925): Αγώνας για τα βακούφια και τα τσιφλίκια στη Θεσσαλία

Αναπαραγωγή Βίντεο
Ιστορικό Πλαίσιο – Από τα Τσιφλίκια στα Βακούφια

[00:01] Σ.Ν. Να σας ευχαριστήσουμε που είστε εδώ πέρα, σήμερα ήμαστε στη Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας, είναι 20 Μαρτίου 2025. Εγώ είμαι η Νικολέττα Σιώρη

[00:16] Ν.Ε. Και εγώ είμαι η Εσμεράλντα Ντουντούσι, είμαστε Βιβλιοθηκονόμοι

[00:21] Σ.Ν. Ο κύριος; Θα μας πείτε το όνομά σας;

[00:23] Τ.Α. Αθανάσιος Τσαγκρασούλης του Δημοσθένους

[00:28] Σ.Ν. Πότε είστε γεννημένος;

[00:30] Τ.Α. Το 1932

[00:33] Σ.Ν. Ωραία, θα θέλατε να μας αφηγηθείτε την ιστορία όπως την γνωρίζετε;

[00:42] Τ.Α. Την ιστορία αυτή; Ποια ιστορία θέλετε; Γιατί θα χρειαστεί να πω λεπτομέρειες δηλαδή ονόματα, ημερομηνίες και λοιπά, τα οποία δεν θυμάμαι απ’ έξω γι’ αυτό έχω το χαρτί.

[00:59] Σ.Ν. Ωραία, εντάξει σας ακούμε. Αυτό που θέλετε θα μας πείτε

[01:04] Τ.Α. Ναι, το κεφάλαιο αυτό περιγράφεται ως τα γεγονότα του Καστρακίου Τρικάλων [Το Καστράκι είναι οικισμός στην Θεσσαλία και την Περιφερειακή Ενότητα Τρικάλων] Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος του 1925, ακριβώς 100 χρόνια από τώρα και αρχίζω. Επειδή ο τίτλος του κεφαλαίου είναι κάπως γενικός σπεύδω να σας πω ότι πρόκειται για τις προσπάθειες των Καστρακινών αρχικά να πείσουν την επίσημη Πολιτεία να προβεί στην απαλλοτρίωση ορισμένων εκτάσεων από την λεγόμενη εκκλησιαστική περιουσία της περιοχής και να την παραχωρήσει στους ακτήμονες πολλοί από τους οποίους ήταν παλαιοί πολεμιστές. Σε δεύτερο στάδιο πρόκειται για τον δυναμικό αγώνα να αναγκάσουν την Πολιτεία να προβεί σε απαλλοτρίωση και τέλος για την ματωμένη κατάληξη της όλης προσπάθειας που συντελέστηκε έξω από το νομαρχιακό κατάστημα των Τρικάλων. Χρησιμοποίησα πριν λίγο την έκφραση εκκλησιαστική περιουσία γιατί και μέχρι σήμερα οι Καστρακινοί, εγώ είμαι Καστρακινός έτσι;, την περιουσία που ανήκε πρώτα στην εκκλησία και μετά μεταβιβάστηκε στον ΟΔΕΠ [Ο ΟΔΕΠ (Οργανισμός Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας) ήταν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που ιδρύθηκε το 1930 με σκοπό τη διαχείριση και ρευστοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, ιδίως της μοναστηριακής. Ο οργανισμός τέθηκε υπό την εποπτεία της Ιεράς Συνόδου, αλλά καταργήθηκε το 1988 με τον Νόμο 1811/1988.], θα σας εξηγήσω παρακάτω τι σημαίνει, καταργήθηκε όμως το 1980 ο ΟΔΕΠ και πάλι όμως η περιουσία μεταβιβάστηκε στα μοναστήρια που ήταν πρωτύτερα. Τα ονόμαζαν δε οι Καστρακινοί, Βακούφια και ακριβέστερα βακούφκα, θα σας εξηγήσω τι σημαίνει αυτό το πράγμα.

[03:26] Τ.Α. Λοιπόν, πριν την εξιστόρηση αυτών των συμβάντων θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο όρους που έχουν σχέση με όλο το θέμα. Οι λέξεις αυτές είναι βακούφια και τσιφλίκια.

[03:44] Τ.Α.  Βακούφια, η λέξη προέρχεται από την τουρκική λέξη Vakif  που σημαίνει αφιέρωση, έτσι ονομάστηκαν στην Τουρκία και φυσικά σε χώρες που βρέθηκαν υπό οθωμανική κατοχή καθώς και σε άλλες μουσουλμανικές χώρες, τα υπέρ ευαγών ιδρυμάτων, δηλαδή υπέρ λαών, μονών, τεμενών, νοσοκομείων, σχολείων, ορφανοτροφείων κ.λ.π. αναφερόμενα πράγματα τόσο ακίνητα όσο και ασώματα δηλαδή εισοδήματα και εμπράγματα δικαιώματα. Η ουσιαστική πρόθεση των εμπνευστών του θεσμού δεν ήταν τόσο η μέριμνα της συντήρησης του ιδρύματος υπέρ του οποίου ήταν αφιερωμένο το βακούφι όσο η εξασφάλιση μέρους της περιουσίας του κληροδότη από την αρπαγή και αυθαιρεσία των δανειστών του και από το 18ο αιώνα και από την αρπαγή και αυθαιρεσία της οθωμανικής κυβέρνησης. Ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου είχε το δικαίωμα να το παραχωρήσει στην κυριότητα ενός εκ’ των παραπάνω αναφερομένων ιδρυμάτων για το 10% έως 15% της αξίας του, της αξίας του κτήματος δηλαδή, επιφυλάσσοντας στον εαυτό του ή τους απογόνους το δικαίωμα της επινομής, δηλαδή να ξαναπάρει το κτήμα αφού εξοφλούσε το ποσό που είχε δανειστεί με τους τόκους ανεξάρτητα από το χρόνο. Αυτό λέγεται στην νομική γλώσσα επινομή. Εξακολουθούσε ο δωρητής να το καλλιεργεί και να δίνει στο τέμενος ή ναό ή άλλο ίδρυμα ένα είδος φόρου/τόκου 12% έως 15% του αντιτίμου που πήρε κατά την μεταβίβαση. Το κτήμα το καλλιεργούσε ο ίδιος ο δωρητής ή μέλος της οικογενείας μέχρι ώσπου εκλείψουν όλοι οι απόγονοί του. Κατά τον τρόπο αυτό το κτήμα δεν μπορούσε να δημευθεί ούτε να εκποιηθεί ή να κατασχεθεί από τους δανειστές. Αν παρέλειπε όμως επί τρία (3) συνεχή έτη την πληρωμή των ειδικών φόρων, τόκων για οποιοδήποτε λόγο, ακόμη και για το λόγο καταστροφής της παραγωγής, τότε το τέμενος ή το όποιο άλλο ίδρυμα είχε την δυνατότητα να οικειοποιηθεί πλήρως το ακίνητο. Με τον όρο αυτό έχω την άποψη αυτά τα ιδρύματα απέκτησαν τεράστια περιουσία. Εκτός από τις δωρεές προς τα ιδρύματα αυτά που έκαναν αμφιλεγόμενα πρόσωπα και οι Τούρκοι, διαθήκη επί βακουφίων ήταν άκυρη, δεδομένου ότι ο κάτοχος ήταν απλώς μετακαρπωτής και επομένως ξένος ως προς το βακούφι. Αρχικά η μόνη δυνατή εξ’ αδιαθέτου κληρονομιά βακουφιού κτήματος ήταν από τα τέκνα του θανούντος κατόχου και κατόπιν το κληρονομικό δικαίωμα επεκτάθηκε και στους γονείς και τους αδερφούς του θανούντος. Αυτό είναι τα βακούφια που λέγαμε.

[08:30] Τ.Α. Τσιφλίκια. Μεγάλες ιδιόκτητες περιοχές με ότι βρισκόταν μέσα σ’ αυτές χωριά, μικρότεροι οικισμοί, κτηνοτροφία, υποζύγια, δάση, βοσκοτόπια και στα οποία εργάζονταν υποχρεωτικά ως προσκολλημένοι σε αυτά οι αγρότες καλλιεργητές. Οι γνωστοί σε όλη τη νότιο βαλκανική ως κολίγοι. Αποτελούσαν τους κατ’ εξοχήν καλλιεργητές των τσιφλικιών και ήταν αναπόσπαστο πράγμα αυτών των τσιφλικιών, πράγμα γιατί αρκετές φορές τους πουλούσαν μαζί με το τσιφλίκι. Τέτοια τσιφλίκια με ιδιοκτήτες φυσικά πρόσωπα δεν προκύπτει από πουθενά ότι υπήρχαν στην περιοχή του Καστρακίου.

[09:37] Το Καστράκι με τη σημερινή του μορφή διαμορφώθηκε ύστερα από μετοίκηση κατοίκων και εκ’ των οικισμών που βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή του. Αυτοί οι οικισμοί ήταν Καστράκι, Ρουξιόρι, Ρίκλαβο, Τρισκιανός ονομάζονταν και Χριστιανός και Τριστιανός και άλλοι μικρότεροι. Διαλύθηκαν πολύ νωρίς. Οι κάτοικοι όταν αποφάσισαν για πολλούς και διάφορους λόγους να κατοικήσουν στον κοινό αυτό τόπο και όταν βρίσκονταν στους επιμέρους οικισμούς αισθάνονταν ότι αποτελούσαν ένα ομοιογενές σύνολο και ότι οι ασχολίες τους ήταν τέτοιες που τους ανάγκαζαν να ζουν και να κατοικούν άλλοι στο ένα και άλλοι στον άλλο οικισμό. Αυτό φάνηκε ύστερα όταν ενώθηκε σε έναν οικισμό κάθε οικογένεια που έφτανε, έχτιζε το σπίτι της δίπλα στο προηγούμενο χωρίς καμία αντίδραση. Ανέκαθεν όμως είχαν πρόβλημα με την λιγοστή γη που διέθεταν και η οποία δεν επαρκούσε για τις ζωτικές ανάγκες τους. Μεγαλοχώρι, με πολλούς για την εποχή κατοίκους, στην απογραφή του 1881 ήταν ένας από τους πολυπληθέστερους οικισμούς της επαρχίας Καλαμπάκας. Η Καλαμπάκα τότε είχε χίλιους είκοσι δύο (1022) κατοίκους και το Καστράκι είχε χίλιους σαράντα εννέα (1049). Έπρεπε να στραφούν προς κάποια καλλιέργεια ή να βρουν μια άλλη διέξοδο. Δεν θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για ανάπτυξη βιοτεχνίας ή βιομηχανίας. Ποτιστικά χωράφια πολύ λίγα και ήταν αυτά που είναι και σήμερα κατά μήκος του Πηνειού ποταμού, από εδώ μέχρι και το Μουργκάνι [Η Μουργκάνη είναι οικισμός της Θεσσαλίας στην Περιφερειακή Ενότητα Τρικάλων]. Δεν υπήρχε φυσικά αυτοκινητόδρομος Τρικάλων-Ιωαννίνων και ο σιδηρόδρομος Καλαμπάκας-Γρεβενών που είναι δημιουργήματα της δεκαετίας του 1930, και αυτά τα έργα σμίκρυναν την καλλιεργούμενη ποτιστική έκταση του χωριού και απαλλοτριώθηκαν οι σχετικές αυτές εκτάσεις χωρίς αποζημίωση. Ούτε προστατευτικά αναχώματα υπήρχαν, άρχισαν να γίνονται την δεκαετία του 1950, τα αναχώματα που είναι σήμερα στο ποτάμι τότε δεν υπήρχαν.

[13:28] Συμπτωματικά το ίδιο έτος τον χειμώνα του 1924-1925 μια πλημμύρα είχε ως επακόλουθο την υπερχείλιση του Πηνειού με αποτέλεσμα την καταστροφή των παραποτάμιων χωραφιών. Οι κάτοικοι των χωριών ξαναέφτιαξαν τα χωράφια αφού η μοίρα εδώ τους είχε τάξει να μείνουν. Από τη μια πλευρά λοιπόν ο ποταμός, από την άλλη τα βακούφια πιέζουν ασφυκτικά τον όλο και αυξανόμενο πληθυσμό του χωριού. Λίγο πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 μια ομάδα Καστρακινών Νατούρας, Τσαγκρασούλης, Ευθυμίου, Μπακάγιας κ.λ.π. αγόρασαν από τους Τούρκους το Μουργκάνι, δεν ξέρω αν έχετε υπόψιν σας που είναι, την τριγωνική έκταση που περικλείεται από τους ποταμούς Πηνειό και Ίωνα [Ο Ίωνας είναι αρχαίο όνομα για ένα ποτάμι της αρχαίας Ελλάδας, σήμερα γνωστό ως Μήκανης ή Μουργκάνης, το οποίο εκβάλλει στον ποταμό Πηνειό κοντά στην Καλαμπάκα. Σήμερα, ο όρος “Ίωνας” αναφέρεται συχνά σε τμήμα του Πηνειού, στην περιοχή των Μετεώρων, όπου προσφέρεται για ράφτινγκ και άλλες δραστηριότητες.]. Ίωνας, ενδεχομένως να μην το ξέρετε λέγεται ο ποταμός όπου έρχεται από τα Χάσια [Τα Χάσια είναι βουνό της βόρειας Ελλάδας με υψόμετρο 1.564 μέτρα. Βρίσκονται στα σύνορα του Νομού Τρικάλων με τον Νομό Γρεβενών, βορειοδυτικά της Καλαμπάκας. Αποτελούν τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου.]. Η σμίξη τους γίνεται στο Μουργκάνι, εκείνος λέγεται Ίωνας εξ ’ου και Ίωνες οι κάτοικοι. Αύξησαν έτσι κατά κάποιο τρόπο την ζωτική τους έκταση χωρίς όμως να λύσουν και το πρόβλημα, διότι δεν ήταν δυνατόν να ζήσουν πολυμελείς οικογένειες από την καλλιέργεια της έκτασης τριών (3), τεσσάρων (4) ή πέντε (5) στρεμμάτων γης.

[15:30] Επειδή η Θεσσαλία προσαρτήθηκε με συνθήκη είχαν δικαίωμα οι Οθωμανοί που κατοικούσαν στην περιοχή  να πωλούν την περιουσία τους. Μετά την απελευθέρωση, την προσάρτηση ζήτησαν με αιτήσεις και προσδοκούσαν ότι θα ληφθεί κάποια μέριμνα από το Κράτος να τους δοθούν όποιες εκτάσεις ήταν καλλιεργήσιμες τουλάχιστον από τα βακούφια που περιέσφιγγαν το χωριό. Περίμεναν αρκετά χρόνια, άρχισαν στο μεταξύ και οι νέες πολεμικές περιπέτειες της χώρας. Σε όλους αυτούς τους πολέμους έλαβαν μέρος οι Καστρακινοί με αδιάψευστο μάρτυρα τους Καστρακινούς που έπεσαν σ’ αυτούς τους πολέμους.

[16:31] Μετά την λήξη αυτών των πολέμων και μάλιστα όσοι γύρισαν από αυτούς και οι υπόλοιποι χωριανοί απαίτησαν εντονότερα την παραχώρηση σ’ αυτούς ορισμένων εκτάσεων εξ’ εκείνων που αργότερα υπήχθησαν στον ΟΔΕΠ (Οργανισμός Διοικήσεως/Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας) και ιδιαίτερα εκείνων που μπορούσαν άμεσα να καλλιεργηθούν. Αυτή η απαίτηση των Καστρακινών έφτασε στο αποκορύφωμα το 1923 οπότε τέθηκε με ιδιαίτερη οξύτητα το πρόβλημα της απαλλοτρίωσης των εκτάσεων που είχαν επισημάνει για να αποκατασταθούν ακτήμονες και πολεμιστές που μόλις λίγο πριν είχαν γυρίσει, όσοι είχαν γυρίσει στα σπίτια τους. Ύστερα από 10ετή περίπου απουσία ένεκα των πολέμων στους οποίους είχε εμπλακεί η χώρα. Για την ιστορία μην φανταστεί κανείς ότι η απαλλοτρίωση και η διανομή των χωραφιών αυτών όπως έγινε τελικά τα επίσημα παραχωρητήρια εκδόθηκαν το 1936 και δόθηκαν στους δικαιούχους τη δεκαετία του 1950.

[18:18] Αυτό είναι το παραχωρητήριο του πατέρα μου (το δείχνει). Στους ακτήμονες έδωσαν και στους παλιούς πολεμιστές. Δεν έλυνε φυσικά το πρόβλημα, κατ΄αρχήν κι όταν έγινε η μερική απαλλοτρίωση δεν ικανοποιήθηκαν όλοι αλλά εκείνοι που πήραν κλήρο αυτός δεν ήταν αρκετός. Όλη η έκταση και στις δύο περιοχές ήταν περί τα 400 στρέμματα, 250 περίπου στρέμματα στο Χειλιμόδι και 145 στο Τρισκιανό αν ληφθεί υπόψιν ότι οι οικογένειες όλες ήταν 400 μπορεί εύκολα να βγάλει κανείς τα συμπεράσματα για το ποιες ανάγκες κάλυψαν αυτές οι απαλλοτριώσεις και για ποιες παράλογες απαιτήσεις των Καστρακινών μιλούσαν τότε μερικοί. Η απόδειξη είναι το παραχωρητήριο του πατέρα μου (το δείχνει). Του παραχωρείται στο Τρισκιανό έκταση 2,5 στρεμμάτων έκδοση 30/9/1953 ενώ το ΦΕΚ που είχε δημοσιευθεί ότι του παραχωρείται είναι στις 2/9/1936, το ΦΕΚ του 1936 δημοσιεύθηκε και το 1953 πήρε το κτήμα, τότε δόθηκε.

[20:02] Αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο αισθάνθηκαν οι Καστρακινοί ότι έπρεπε για έναν ακόμη λόγο να πάρουν στα χέρια τους αυτή τη γη και να την καλλιεργήσουν διότι γι΄αυτή τη γη πολέμησαν επί σειρά ετών και γι’ αυτήν θυσιάστηκαν στους πολέμους που είχαν προηγηθεί μερικές δεκάδες όπως σας διάβασα Καστρακινοί χωριστά εκείνοι που έμειναν ανάπηροι για την υπόλοιπη ζωή τους. Νομίζω ότι το κράτος έμμεσα τους το είχε υποσχεθεί. Αυτή την περίοδο και μερικά χρόνια νωρίτερα αλλού είχαν ιδρυθεί οργανώσεις παλαιών πολεμιστών σ’ όλη την Ελλάδα. Το 1923 ιδρύθηκε η οργάνωση παλαιών πολεμιστών και στο Καστράκι, οποία αριθμούσε περί τα 200 μέλη με πρόεδρο τον Σπύρο Κούγκουλο ανάπηρο πολέμου και απολυμένο σιδηροδρομικό υπάλληλο. Συνεργάτες στην διοίκηση ένωσης αναφέρονται Σπύρος Τσάρας, Παναγιώτης Κρίτσας, Νικόλαος Παπούλιος, Σπύρος Λιτάρης. Αποφασίστηκε αρχικά να ζητήσουν την απαλλοτρίωση 1000 περίπου στρεμμάτων στο Χειλιμόδιο που πίστευαν ότι ήταν κτήματα που ανήκαν στους παλιούς οικισμούς του Καστρακίου και με την διαδικασία των αφιερώσεων και δωρεών τα είχαν χάσει. Αναφέρθηκε στο πρώτο ιστορικό συνέδριο της Καλαμπάκας από τον αείμνηστο καθηγητή Δημήτριο Σοφιανό ότι μεταξύ των ετών 1336 και 1342 ο τότε Έπαρχος Θεσσαλίας Μιχαήλ Μονομάχος [Ο Μιχαήλ Σεναχηρείμ Μονομάχος (άκμασε 1315-1343/46) ήταν υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Ρωμανίας, που υπηρέτησε ως κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης και μετά της Θεσσαλίας. Έφθασε τον βαθμό του μεγάλου Δομεστίκου.] με γράμμα του εκχωρούσε στην Επισκοπή Σταγών το χωριό Κοβέλτσι, τη Θεόπετρα [Η Θεόπετρα είναι χωριό, μέρος του δήμου Μετεώρων της Θεσσαλίας.], και την περιοχή Χειλιμόδιο και με δεύτερο γράμμα του διάφορα μονίδρια μεταξύ των οποίων και την Παναγία Δούπιανη [ Στην άκρη του χωριού στο Καστράκι και κάτω από τον ομώνυμο βράχο της Δούπιανης, βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγίας της Δούπιανης. Ο μικρός μονόχωρος ναός χτίστηκε στα τέλη του 11ου αι. ή στις αρχές του 12ου αι. από τους ασκητές και τους ερημίτες των Μετεώρων.] δεν ξέρω αν έχετε πάει στο Καστράκι που γίνονται και αναβάσεις εκεί πέρα. Υπάρχει στην περιοχή του Καστρακίου η περιοχή με την ονομασία Χειλιμόδιο και ήταν η μια από τις τρείς (3) που είχαν καταλάβει οι Καστρακινοί την περίοδο της δεκαετίας του 1920. Η περιοχή αυτή πρέπει να είχε τη δυνατότητα να δώσει παραγωγή ίσα με χίλια (1000) μόδια [το μόδιο ή μόδι ήταν μονάδα μέτρησης βάρους. Ήταν ισοδύναμο με 500 οκάδες (1 οκά = 1280 γραμμάρια) δηλαδή ένα μόδι ζύγιζε 640 κιλά, όταν στην Ελλάδα καθιερώθηκε ως μονάδα βάρους το κιλό, συνέχισε να ορίζεται η παραγωγή σε μόδια, αλλά όχι πλέον στα 640 κιλά ανά μόδι, αλλά 500, καθιερώνοντας έτσι μία νέα μονάδα μέτρησης, το κιλόμοδο], από εκεί προέρχεται και η λέξη Χειλιμόδι ή Χειλιόμοδο , ποσότητα που θα ισοδυναμούσε σήμερα με πεντακόσιους (500) τόνους σιτηρά ή όσπρια. Η έκταση αυτή ανήκε και πριν την πράξη παραχώρησης του Μιχαήλ του Μονομάχου σε οικισμό της περιοχής Καστρακίου μαρτυρούν οι διάφορες ονομασίες και τα ερείπια που υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Από πρόσωπα αμφιλεγόμενα παραχωρήθηκαν οι εκτάσεις αυτές, ο Μιχαήλ Μονομάχος αναφέρεται ως κεφαλή της Θεσσαλίας, το 1330 περίπου, διότι ήταν πιστός στην βασιλική οικογένεια των Παλαιολόγων όμως απομακρύνθηκε από την θέση του και εκδιώχθηκε από τη Θεσσαλία από τους οπαδούς του ισχυρού τότε διεκδικητή του θρόνου της Βασιλεύουσας Ιωάννη Κατακουζηνού.

[24:32] Η έκταση του Χειλιμοδιού, η καλλιεργήσιμη, μετρημένη κατά την απαλλοτρίωση της δεκαετίας του 1920 ανερχόταν σε 250 περίπου στρέμματα. Ακολούθησε το διοικητικό συμβούλιο της ένωσης την νομική οδό την υποβολή ετήσιων με τις οποίες ζητούσαν την απαλλοτρίωση και την αποκατάσταση των ακτημόνων. Η φωνή τους δεν έφτασε ποτέ στα αφτιά των υπεύθυνων της πολιτείας ή άλλοι στέκονταν εμπόδιο στις αποφάσεις του κράτους. Το παραχωρητήριο που προηγουμένως ανέφερα το διαβάζω: «δυνάμει του άρθρου 189 του αγροτικού κώδικος και της αποφάσεως του υπ’ αριθμού 96 του 1923 της επιτροπής απαλλοτριώσεως Τρικάλων περιήλθε στην κυριότητα του Δημοσθένους Τσαγκρασούλη το επί 2,5 στρεμμάτων αγροτικός κλήρος», προσέξτε περιήλθε το 1923 και το παραχωρητήριο το πήρε το 1953 στα χέρια του, εποχή έντονων κινητοποιήσεων και αναβρασμού. Τελικά πάρθηκε η απόφαση από την Ένωση Παλαιών Πολεμιστών να προβούν σε καταλήψεις των τριών (3) περιοχών Χειλιμόδι, Τρισκιανός και Στενάχωρο (παλιοί οικισμοί του Καστρακίου). Όπως διαπιστώνει κανείς που θα ήθελε να είναι δίκαιος κριτής η απόφαση για κατάληψη ήταν το έσχατο μέσο και αφού είχαν εξαντληθεί όλα τα άλλα μέσα που θεωρούνταν νόμιμα. Επίσης, ένα ερωτηματικό αναπάντητο με βασανίζει πώς ο Τρισκιανός αποδεδειγμένα οικισμός  από το 1300 περίπου μέχρι το 1806 βρέθηκε να έχει περιέλθει στην κατηγορία των βακουφίων και το 1925 οι Καστρακινοί που μέσα σε αυτούς ήταν και Τρισκιανίτες δηλαδή άνθρωποι που είχαν κατοικήσει στο Καστράκι από τον Τρισκιανό ζητούσαν από την πολιτεία να τους παραχωρήσει τα χωράφια τους. Καστρακινοί που είχαν κάποιες διασυνδέσεις με εκκλησιαστικούς παράγοντες διαμήνυσαν σ’ εκείνους που είχαν την ευθύνη των καταλήψεων να τις περιφρουρούν τις εκτάσεις.

[28:08] Ένα πρωινό του Φλεβάρη του 1925 οι καμπάνες των εκκλησιών του χωριού ήχησαν ιδιόρρυθμα, καλούσαν τους κατοίκους του χωριού σε επιφυλακή, άντρες, γυναίκες, παιδιά παρόντες. Είχε διαταχθεί η βίαιη απομάκρυνση των Καστρακινών καταληψιών από την έκταση που είχαν καταλάβει. Φυσικό ήταν να κινηθεί η κρατική μηχανή αφού πληροφορήθηκε την «παράνομη» σε εισαγωγικά η λέξη παράνομη ενέργεια  εκείνων που λίγο πριν έχυναν το αίμα τους  για να θεμελιωθεί η λευτεριά στον τόπο και να αποκτήσουν όλοι τους ένα κομμάτι γη, στο οποίο θα αισθάνονταν άρχοντες. Πρωταγωνιστής της πρώτης φάσης των γεγονότων που ακολούθησαν ήταν ο διοικητής της υποδιοίκησης χωροφυλακής Καλαμπάκας Μιχαήλ Τσίπας, υπομοίραρχος, ο οποίος έφτασε σταλμένος από ανώτερα κλιμάκια προφανώς για να πειθαναγκάσει τους καταληψίες να εγκαταλείψουν τις εκτάσεις που είχαν καταλάβει. Τελικά αναγκάστηκε αυτός να αποχωρίσει άπρακτος αφού συνάντησε σθεναρή αντίσταση των γυναικών του χωριού, Αυτό επικρατεί και σήμερα στο Καστράκι λίγο μυθοποιημένο, θα δούμε πως θα γίνουν τα γεγονότα. Έφτασε λοιπόν ο υπομοίραρχος Τσίπας και ζήτησε από τους υπεύθυνους της Διοίκησης Παλαιών Πολεμιστών [Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατών ιδρύθηκε το 1924 και ήταν μία ομοσπονδία συλλόγων πολεμιστών της Μικράς Ασίας που είχαν ιδρυθεί σε διάφορες πόλεις της χώρας μετά την μικρασιατική καταστροφή και την έλευση τους στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1922] να αποχωρήσουν από τα καταληφθέντα κτήματα όπως ήταν αναμενόμενο δεν βρήκε καμία ανταπόκριση. Αυτό στις 29/1/1925 ημέρα Πέμπτη, μπρος στην αδυναμία του υπομοιράρχου Τσίπα να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη τάξη έφτασε την άλλη μέρα στο χωριό από τα Τρίκαλα ο εισαγγελέας Πιπερίδης και ο διοικητής Χωροφυλακής Τρικάλων. Κάλεσαν τον πρόεδρο της κοινότητος, Αθανάσιος Τσουρβάκας το όνομά του, και ζήτησαν να ανοίξει το καφενείο για να μπορέσουν να καθίσουν για να συζητήσουν. Σ’ αυτή την συγκέντρωση μίλησε προς τους κατοίκους, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία ο εισαγγελέας, από την πλευρά των κατοίκων μίλησε ο πρόεδρος της κοινότητος, ο οποίος υπερασπίστηκε τα δίκαια των παλαιών πολεμιστών. Αφού δεν επήλθε και πάλι συμφωνία όλοι αυτοί που είχαν φτάσει στο Καστράκι έφυγαν άπραγοι, αυτό στις 30/1/1925 ημέρα Παρασκευή. Την άλλη ημέρα Σάββατο 31/1/1925 έφτασαν πάλι στο χωριό οι προηγούμενοι αντί του εισαγγελέα Πιπερίδη ήρθε στο χωριό μαζί με τους Διοικητές Χωροφυλακής Τρικάλων και Καλαμπάκας ο εισαγγελέας Γραβάκος, μαζί τους και όλη η δύναμη χωροφυλακής Καλαμπάκας, τμήμα στρατού του 5ου Συντάγματος Τρικάλων και μια διμοιρία ιππικού από την Λάρισα. Αυτή την φορά δεν ήρθαν να συζητήσουν με τους Καστρακινούς αλλά να επιδείξουν την δύναμη της κρατικής εξουσίας. Η δύναμη που είχε αποφασίσει να διώξει τους Καστρακινούς από τα καταληφθέντα κτήματα και να συλλάβει τους προταίτιους. Άλλη δύναμη στρατού είχε κυκλώσει το χωριό και ανάγκασε τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στην πλατεία του Αγίου Αθανασίου. Τότε αναφέρεται ότι έκαναν έρευνα στα γραφεία της Ένωσης Παλαιών Πολεμιστών και κατάσχεσαν το βιβλίο του δασκάλου τότε Αλεξίου με τίτλο «Η γη στους καλλιεργητές» και το οποίο βιβλίο χαρακτηρίστηκε στην δίκη ως κομμουνιστικό υλικό. Ζητήθηκε από τους επισήμους του χωριού να σχηματιστεί μια επιτροπή από νέους και να παρουσιαστεί μπροστά στην υπό τον εισαγγελέα επιτροπή για να αναπτύξει τα αιτήματά τους, τα αιτήματα που είχαν οι Καστρακινοί δηλαδή. Αντί αυτής της επιτροπής που ζητήθηκε οι Καστρακινοί έστειλαν επιτροπή από εκείνους που είχαν και την ευθύνη του αγώνα μαζί με τον δάσκαλο του χωριού Τζιάγκα Θεόδωρο και ενώ η επιτροπή βρισκόταν στο καφενείο και συζητούσε με τον εισαγγελέα και τον διοικητή χωροφυλακής Τρικάλων έξω στην πλατεία του χωριού ο υπομοίραρχος Τσίπας αποπειράθηκε να συλλάβει τον εκ’ των συνεργατών Σπύρο Τσάρα. Στην Καλαμπάκα είχαν ήδη συλληφθεί μέλη της Ένωσης Παλαιών Πολεμιστών, οι δύο Καστρακινοί τότε Δημήτριος Μπλάντας και Κωνσταντίνος Ζωσιμάς ακινητοποίησαν το άλογο, στο οποίο επέβαινε ο Τσίπας και τον απείλησαν άμεσα. Μαζί με τους δύο κινήθηκαν απειλητικά και κρατώντας και παλούκια εναντίον του Τσίπα και της φρουράς του όλες οι γυναίκες που ήταν εκεί από νωρίς συγκεντρωμένες. Ήταν το πιο κρίσιμο χρονικό σημείο γιατί απειλήθηκε γενική συμπλοκή με απρόβλεπτες συνέπειες. Το γεγονός πληροφορήθηκαν οι εντός του καφενείου ευρισκόμενοι και προπαντός ο εισαγγελέας Γραβάκος, ο οποίος και διέταξε να σταματήσουν αμέσως οι συλλήψεις και να αποσυρθούν οι στρατιώτες και οι χωροφύλακες. Με τη σωτήρια αυτή παρέμβαση του ως άνω εισαγγελικός λειτουργός απεφεύχθη την τελευταία στιγμή η αιματοχυσία στο Καστράκι και η οποία έμελλε να συμβεί λίγες μέρες αργότερα στις 2 Φεβρουαρίου στα Τρίκαλα. Έφυγαν και πάλι ο εισαγγελέας και οι Διοικητές της Χωροφυλακής ο στρατός όμως έμεινε στο Καστράκι έχοντας περικυκλωμένο το χωριό.

[35:40] Τα γεγονότα του Καστρακίου τον Γενάρη του 1925 δεν μένουν ως γεγονότα που αφορούν μόνο τους Καστρακινούς, η φήμη ξεχύθηκε έξω από τα στενά όρια του χωριού και της επαρχίας και έφτασε σε όλα τα χωριά του Νομού Τρικάλων. Άλλωστε δεν ήταν και πολύ μακριά  χρονικά και τοπικά το θρυλικό Κιλελέρ [Η εξέγερση του Κιλελέρ έλαβε χώρα στο Κιλελέρ της Θεσσαλίας, κατά τη διάρκεια του Βασιλείου της Ελλάδος, τον Μάρτιο του 1910, όταν ντόπιοι αγρότες ξεκίνησαν μαζικές διαμαρτυρίες ενάντια στα διευρυμένα προνόμια των γαιοκτημόνων και τον περιορισμό των δικαιωμάτων των ιδίων. Η διαμαρτυρία κατάληξε άδοξα, στις 6 Μαρτίου 1910, όταν οι χωροφύλακες πυροβόλησαν εν ψυχρώ τους αγρότες. Πάνω από τέσσερις διαδηλωτές σκοτώθηκαν, και πολλοί περισσότεροι τραυματίστηκαν.] . Οι κάτοικοι όλων των χωριών παρακολουθούσαν με έκδηλο ενδιαφέρον και δικαιολογημένη συγκίνηση όλες τις φάσεις του ειρηνικού αγώνα εκείνων που είχαν κατορθώσει πρωτύτερα να διπλασιάσουν την Ελλάδα. Η είδηση για παρέμβαση του στρατού και της χωροφυλακής τους βάζει σε μεγαλύτερες ανησυχίες γιατί στο βάθος βλέπουν την δικαίωση όχι των ακτημόνων παλαιών πολεμιστών αλλά των τσιφλικάδων. Από την άλλη πλευρά η σύσκεψη αστυνομίας – στρατού αποφασίστηκε η καταστολή με κάθε μέσο μη εξαιρουμένης και της βίας του επαναστατικού κινήματος Καστρακίων. Έτσι είχαν χαρακτηρίσει αυτή την κίνηση των ακτημόνων παλαιών πολεμιστών. Στο μεταξύ η οργάνωση παλαιών πολεμιστών του νομού τώρα και όχι του Καστρακίου ενεργώντας με πρωτοφανή ταχύτητα καλεί τον τρικαλινό λαό σε αγώνα συμπαράστασης προς του Καστρακινούς συναδέλφους τους.

[37:36] Ημέρα εκδήλωσης αυτής της συμπαράστασης, αλληλεγγύης, διαμαρτυρίας καθορίζεται η 2α Φεβρουαρίου 1925 ημέρα Δευτέρα που γινόταν και γίνεται ακόμη και σήμερα η εβδομαδιαία αγορά των Τρικάλων. Εκδηλώνοντας την συμπαράσταση προς τους παλαιούς πολεμιστές σ΄αυτή την εκδήλωση παίρνει μέρος στην διαμαρτυρία και το εργατικό κέντρο Τρικάλων. Την προηγούμενη ημέρα 1η Φεβρουαρίου 1925 κυκλοφόρησαν σε όλα τα χωριά του νομού Τρικάλων προκηρύξεις που καλούσαν τον λαό σε συλλογική διαμαρτυρία για την επόμενη ημέρα 2 Φεβρουαρίου 1925 στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων. Τα συνθήματα ήταν εκδηλωτικά της αλληλεγγύης προς τους Καστρακινούς παλαιούς πολεμιστές όπως να φύγει ο στρατός από το Καστράκι. Η προκήρυξη βρήκε μεγάλη ανταπόκριση και ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Την άλλη ημέρα τα Τρίκαλα πλημμύρησαν από τους παλαιούς πολεμιστές αγρότες, εργάτες, επαγγελματίες, καπνεργάτες. Κατά τις 12 το μεσημέρι ξεκίνησαν από τα γραφεία της Ένωσης Παλαιών Πολεμιστών οι συγκεντρωθέντες με πρώτους στη σειρά την διοίκηση της ένωσης, κατευθύνθηκαν στην κεντρική πλατεία για να ενωθούν με άλλους διαδηλωτές που στο μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Έκλεισαν τα μαγαζιά όλο αυτό το πλήθος είχε ένα κεντρικό σύνθημα να φύγει ο στρατός από το Καστράκι και να δοθεί η γη στους καλλιεργητές. Μετά τον χαιρετισμό προς το πλήθος από διάφορους ομιλητές και ιδιαίτερα από μια νεαρή τότε καπνεργάτρια την Θωμαή Κυρίτση καλούν το πλήθος να κατευθυνθεί προς την Νομαρχία που βρισκόταν στην οδό Ασκληπιού για να διαμαρτυρηθούν προς τον νομάρχη. Είχε ετοιμαστεί και το ψήφισμα που θα δινόταν στον νομάρχη, αυτό το ψήφισμα το δημοσίευσε η εφημερίδα φάρος των Τρικάλων στις 4 Φεβρουαρίου του 1925, είναι το ακόλουθο ψήφισμα «Σύμπας ο εργατοαγροτικός λαός των Τρικάλων και περιχώρων κατόπιν προσκλήσεως δια προκηρύξεως υπό κεντρικής ενώσεως πολεμιστών Τρικάλων εξηγούσας καταδίωξις εναντίον των Καστρακινών καταλαβόντας μοναστηριακά συνελθόντες εις πάνδημον συναγερμόν ακούσαντες λόγους ρητόρων εξηγώντας καταδίωξιν εργατοαγροτών αξιεί:

1ον  άμεσον ανάκλησιν σταλέντος στο Καστράκιον στρατού,

2ον άμεσον απόλυσιν ηγετών εργατοαγροτικής τάξης και δη γραμματεία κεντρικής ένωσης μελών σιδηροδρομικών καρβόνιων,

3ον επαναφορά εξόριστων άμεσον,

4ον άμεσον απαλλοτρίωσιν μοναστηριακών κτημάτων, τσιφλικιών, αυτοκαλλιεργουμένων χωρίς αποζημίωσιν εις ακτήμονες, εφέδρους και παροχήν γεωργικών εργαλείων, σπόρων και λιπασμάτων,

5ον κοινή εφαρμογήν νέου δασμολογίου πλήττοντος λαϊκάς τάξεις,

6ον άμεσον διάλυσιν φασιστικών οργανώσεων και καταδίωξις οργανωτών,

7ον καταδίκες σε θάνατον των καταχραστών λαϊκού ιδρώτος,

8ον πλήρη ελευθερία συνελεύσεων και συγκεντρώσεων,

9ον καταβολήν φόρου εκ’ πολέμου ευκόλος πλουτίσαντας και

10ον Επίσης κυβέρνησις  παύσιν προπαρασκευήν πολέμου καθότι εφαρμόσομεν σύνθημα Πόλεμος κατά Πολέμου

Υπογραφή Επιτροπή Λαού

[42:51] Μετά την οργάνωση και την ανάγνωση του ψηφίσματος δόθηκε το σύνθημα στο πλήθος να κατευθυνθεί προς την νομαρχία για να παραδώσει η επιτροπή το ψήφισμα όμως για να πηγαίνουν στην νομαρχία έπρεπε να περάσουν από την κεντρική γέφυρα των Τρικάλων που την κατείχαν δυνάμεις της αστυνομίας και άλλα στοιχεία, τα οποία είτε ήταν αυτόκλητα είτε είχαν κληθεί από διάφορους φορείς μυστικά ως αντιπερισπασμός. Μπροστά όμως στην αποφασιστικότητα, την δύναμη και τον ενθουσιασμό του πλήθους δεν άντεξε η δύναμη της αστυνομίας και υποχώρησε. Ανοιγόταν ο δρόμος τώρα για το κτίριο της νομαρχίας Τρικάλων με μια μαύρη σημαία υψωμένη και με το σύνθημα να φύγει ο στρατός από το Καστράκι έφτασαν στο κτίριο της νομαρχίας. Όταν το πλήθος συγκεντρώθηκε και στους δρόμους γύρω από το κτίριο της νομαρχίας και της αστυνομίας, τα κτίρια βρίσκονταν δίπλα δίπλα απαίτησε να δει τον Νομάρχη. Ο νομάρχης δεν παρουσιάστηκε και τότε σχηματίστηκε μια τριμελής επιτροπή και ανέβηκε στην νομαρχία για να επιδώσει το ψήφισμα ενώ το πλήθος διαμαρτυρόταν για τη στάση του νομάρχη. Τελικά ο νομάρχης ούτε την επιτροπή δέχτηκε και κλειδώθηκε στο γραφείο του. Η άρνηση αυτή του νομάρχη στάθηκε μοιραία για την όλη εξέλιξη της εκδήλωσης, έριξε λάδι στη φωτιά. Ένα μέλος της επιτροπής που είχε σχηματιστεί για την επίδοση του ψηφίσματος βγήκε στο μπαλκόνι και ανακοίνωσε ότι ο νομάρχης αρνείται να τους δεχθεί και να παραλάβει το ψήφισμα. Ταυτόχρονα ο νομάρχης όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων στην δίκη αλλά και του ίδιου του Νομάρχη διέταξε τον υπομοίραρχο Ρουμελιώτη που αναπληρούσε εκείνη την χρονική περίοδο τον διοικητή της αστυνομίας Τρικάλων να διαλύσει οπωσδήποτε το πλήθος. Ο υπομοίραρχος διέταξε τους πρώτους πυροβολισμούς στον αέρα προς εκφοβισμό. Η στάση του νομάρχη και οι πυροβολισμοί έφερα το αντίθετο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα, εξαγρίωσαν το πλήθος και άρχισε ο λιθοβολισμός των κτιρίων της νομαρχίας και της αστυνομίας. Μια ομάδα από διαδηλωτές άντρες και γυναίκες ανέβηκε στη νομαρχία, έσπασε την πόρτα του γραφείου του νομάρχη και μπαίνοντας μέσα βρήκε τον νομάρχη να τηλεφωνεί στην Λάρισα για στρατιωτική ενίσχυση διότι κινδυνεύει να διασαλευθεί η τάξη. Παρών και ο αντιεισαγγελέας Πιπερίδης από τις ίδιες μαρτυρικές καταθέσεις στην δίκη που ακολούθησε τα γεγονότα προκύπτει πως ο νομάρχης δεν αρνήθηκε ότι διέταξε τον υπομοίραρχο να διαλύσει τους συγκεντρωμένους διαδηλωτές ούτε ότι τηλεφωνούσε στην Λάρισα για αποστολή βοήθειας δικαιολόγησε τις πράξεις του ως εξής: τη διαταγή για τη διάλυση διότι η συγκέντρωση δεν είχε άδεια των αρχών και την αίτηση για στρατιωτική βοήθεια προς την Λάρισα διότι μεγάλο τμήμα από τη δύναμη του 5ου τάγματος Τρικάλων βρισκόταν στο Καστράκι πολιορκώντας το χωριό και υπήρχε κίνδυνος διασάλευσης της έννομης τάξης στα Τρίκαλα. Αφού εισήλθαν στο γραφείο του νομάρχη οι διαδηλωτές εξαγριωμένοι απαίτησαν να βγει ο νομάρχης στο μπαλκόνι του κτιρίου. Στην αρχή δίσταζε, μετά και από την σύσταση του αντιεισαγγελέα δέχθηκε, τη στιγμή αυτή κατέφθασε στην νομαρχία προς ενίσχυση της αστυνομίας στρατιωτική δύναμη από το 5ο σύνταγμα του πεζικού Τρικάλων με επικεφαλής τον ίδιο τον διοικητή συνταγματάρχη Καβράκο Χρήστο, τον ταγματάρχη Γαλή και τον υπολοχαγό Ζώγα. Ο διοικητής ανέβηκε στην νομαρχία για να συναντηθεί προφανώς με τον νομάρχη. Όπως κατατέθηκε στην δίκη ο νομάρχης ύστερα από απαίτηση της επιτροπής, η οποία βρισκόταν ακόμη στο γραφείο του νομάρχη συνέστησε στον επικεφαλής του στρατού να αποσύρει το στρατό για να ηρεμήσει το πλήθος των διαδηλωτών. Από την εξέλιξη όμως των γεγονότων φαίνεται ότι άλλη ήταν η απόφασή τους διότι όταν κατέβηκαν πάλι στο δρόμο από το κτίριο της νομαρχίας από τον επικεφαλής του στρατού συνταγματάρχη Καβράκο Χρήστο διατάχθηκαν οι σαλπιγκτές να σημάνουν διάλυση και να αποχωρίσουν οι διαδηλωτές. Το πλήθος μένει ακίνητο, τότε διατάχθηκε πυρ. Ποιος διέταξε πυρ; Και ποιοι άρχισαν να πυροβολούν; Είναι αστείο να δεχθεί κανείς ότι διέταξε κάποιος κατώτερος αξιωματικός όταν επί τόπου βρισκόταν ο διοικητής του συντάγματος και ο οποίος λίγο πριν είχε συναντήσει τον νομάρχη και είχε αποφασίσει και διάλυση της συγκέντρωσης. Ποιοι άρχισαν να πυροβολούν κατά των συγκεντρωμένων; Οι στρατιώτες μου φαίνεται αδύνατον, προφανώς οι τραμπούκοι που είχαν ελεύθερα εισχωρήσει στο πλήθος, μεταξύ αυτών και ένας ονόματι Κόκκινος απόστρατος αστυνομικός κατά την μαρτυρία του νομάρχη του ίδιου στη δίκη. Εντέλει προκύπτει εύλογα το ερώτημα από ποια πλευρά ήταν αυτός ο απόστρατος; Ποιος τον όπλισε και εναντίον τίνος πυροβολούσε; Νεκρός ή τραυματίας από την πλευρά του στρατού ή της αστυνομίας δεν υπήρχε αφενός και αφετέρου ο εν λόγω απόστρατος δεν ήταν κατηγορούμενος στην δίκη της Λάρισας. Ήταν πράκτορας της αστυνομίας; Του στρατού; Εξηγήσεις δεν δόθηκαν ποτέ. Όλη την ευθύνη φέρει ο επικεφαλής αξιωματικός της φρουράς ο συνταγματάρχης Γαβράκος, τα αποτελέσματα των πυροβολισμών ήταν έξι (6) νεκροί, Μιχάλης Λάγος, Γεώργιος Ντάλας, Νικόλαος Νταβάρας, Νικόλαος Σταφίκας, Κώστας Βουτσαλάς, Δημήτριος Κούτρας. Τραυματίες τριάντα πέντε (35). Μετά το μακελειό και για να εδραιωθεί η τρομοκρατία στήθηκαν μπλόκα στις εξόδους της πόλης, σ’ ένα από αυτά του τρένου Καλαμπάκας-Τρικάλων συνελήφθησαν ορισμένα μέλη της Επιτροπής Παλαιών Πολεμιστών Καστρακίου καθώς και οι Καλαμπακιώτες Οικονομίδης, Χασιώτης και Ζάμπρας. Παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο της Λάρισας δικάστηκαν και πολλοί εξ΄αυτών καταδικάστηκαν.

[51:52] Θα δημιουργηθεί εύλογα η απορία τι έγινε με τα καταληφθέντα κτήματα; Με την υπ. αριθμού 85.787/43/31-7-1935 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 158 2/9/1936 παραχωρήθηκαν στους Καστρακινούς τα κτήματα των περιοχών Τρισκιανός, Μετοστενόλακκα και το Χειλιμόδι δεν παραχωρήθηκε το Στενάχωρο και οι Καστρακινοί το άφησαν, άλλωστε άνοιξαν οι δρόμοι για την μετανάστευση στην Αμερική, άρχισαν τα έργα κατασκευής του σιδηροδρόμου Καλαμπάκας-Γρεβενών-Κοζάνης και του αυτοκινητοδρόμου Καλαμπάκας-Ιωαννίνων, Κοζάνης-Γρεβενών όπου πολλοί Καστρακινοί βρήκαν εργασία. Όλες οι σήραγγες, γαλαρίες από Καστρακινούς έγιναν με τις λεγόμενες παλαμίνες δηλαδή χειροκίνητα χτυπήματα.

[53:09] Για την ιστορία νομάρχης την περίοδο των γεγονότων ήταν ο Πανόπουλος. Έχει το ελαφρυντικό ότι ήταν νέος στην ηλικία. Υπουργός εσωτερικών Γεώργιος Κονδύλης, Πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος. Την 31 Μαρτίου 1925 δύο (2) μήνες περίπου μετά τα γεγονότα άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης Τρικάλων στο στρατοδικείο της Λάρισας. Το ότι μια πολιτική καθαρά υπόθεση περνούσε στην αρμοδιότητα του στρατοδικείου χωρίς να υπάρχουν οι έκτακτες καταστάσεις έδειχνε ότι η κυβέρνηση ήθελε να στείλει κάποιο μήνυμα. Η σύνθεση του στρατοδικείου ήταν: Πρόεδρος, ο εφέτης Αλεξανδρόπουλος, σταροδίκες, οι επίλαρχοι Κανάκης και Ασημακόπουλος, ο ταγματάρχης Αντωνιάδης και ο λοχαγός Γεωργούλας, κυβερνητικός επίτροπος Χατζηράπτης και γραμματέας Σερεμέτης, συνήγοροι Ζησιάδης, Ζαρίμπας, Χατζηγιάννης, Ριζόπουλος, Σινιβρίδης, Μανωλάκης, Γιαβράς. Κατηγορούμενοι 35, μερικοί αφέθηκαν ελεύθεροι πριν από την δίκη, από του 27 που κάθησαν στο εδώλιο δικάστηκαν οι 13 από 8 χρόνια ειρκτής έως 1 χρόνο φυλάκισης. Μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Κέρκυρας, αμνηστεύτηκαν σε λίγο καιρό μετά την ανατροπή της παγκαλικής δικτατορίας. Με συγχωρείται που σας κούρασα.

[55:17] Σ.Ν. Εσείς πως τα γνωρίζετε αυτά, μπορείτε να μας πείτε; Αυτά τα γεγονότα πως τα γνωρίζετε;

[55:28] Τ.Α. Έγραψα το βιβλίο αυτό (το δείχνει καθώς το έχει μαζί του), είχα όμως και βοηθήματα από το βιβλίο του Χρήστου Βραχνιάρη «Αγροτική λαϊκή εξέγερση του 1925 στα Τρίκαλα» και εκδόθηκε το 1978, του Δημητρίου Καρανικόλα εκδόθηκε το 1975 «Κιλελέρ». «Το Καστράκι» είναι το πρώτο μου βιβλίο όπου γράφω ορισμένα πράγματα το 1996, «Πρακτικά του πρώτου ιστορικού συνεδρίου της Καλαμπάκας» εισηγήσεις των καθηγητών Δημητρίου Σοφιανού και Ελευθερίου Καρακίτσιου, Παναγιώτη Καρασίμου αείμνηστος πια «Τα σχολεία της εποχής» και το μεγάλο εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Ηλίου αυτά είχα τα βοηθήματα όταν έγραφα το βιβλίο αυτό εκτός και μαρτυρικές καταθέσεις των ανθρώπων που ζούσαν ακόμα στο Καστράκι.

[56:54] Ν.Ε. Πείτε μας δύο λόγια για το παραχωρητήριο, τι είναι αυτό, περί τίνος πρόκειται;

[57:01] Τ.Α. Το παραχωρητήριο αυτό μετά τον αγώνα των Καστρακινών το 1925 παραχωρείται στον πατέρα μου ο κλήρος 2,5 στρεμμάτων ξερικής γης στη θέση Τρισκιανός. Η παραχώρηση έγινε πολύ νωρίτερα  και το παραχωρητήριο δόθηκε στον πατέρα μου το 1953 δηλαδή 20 χρόνια μετά. Φαίνεται ότι και όταν πια είχε αποφασιστεί πάλι υπήρχαν εμπόδια και γι’ αυτό και άργησε να παραχωρηθεί και ούτε έλυνε το πρόβλημα της οικογενείας μας διότι ο πατέρας μου είχε 7 παιδιά με τα 2,5 στρέμματα ξερικού χωραφιού έκανε απλώς μια μέρα παραπάνω χωράφι δηλαδή. Τότε ήταν δίκαιος ο αγώνας που έκαναν δεν χρειάζεται να το πω εγώ και οποιονδήποτε άλλο να ρωτήσετε ξένο προς την υπόθεση θα σας έλεγε αυτό.

[58:38] Μ.Ε. Σε ποια τοποθεσία; Αναφέρατε μια τοποθεσία που ακριβώς βρίσκεται;

[58:44] Τ.Α. Τριστιανός;

[58:45] Μ.Ε. Τριστιανός;

[58:48] Τ.Α. Τρισκιανός, λέγεται και Τριστιανός και Χριστιανός είναι από το Καστράκι απέχει περίπου σε ευθεία γραμμή 5 χιλιόμετρα. Πηγαίνει αυτοκίνητο, υπήρχε και χωριό εκεί, υπάρχει τώρα και παρεκκλήσι η Αγία Παρασκευή που λειτουργεί  κάθε χρόνο. Δεν ξέρω ξέρετε που είναι το κέντρο του Μαγκλάρα (αναφέρεται σε εστιατόριο στην περιοχή της Καλαμπάκας); Αυτός ο δρόμος που πηγαίνει από εκεί δεξιά απέχει στα 4-5 χιλιόμετρα από την θέση αυτή. Στη θέση αυτή υπήρχε γι’ αυτό και την είχαν επιλέξει υπήρχε και νερό και υπήρχε και χωριό που, επειδή είμαι και ιστορικός έγραψα και στο πρώτο μου βιβλίο τους οικισμούς που υπήρχαν στο Καστράκι και ένας από αυτούς είναι και ο Τρισκιανός και εδώ σήμερα με αυτά που διάβασα αναφέρεται και από τον καθηγητή, τον Δημήτριο Σοφιανό αείμνηστος τώρα πια, ότι από το 1336 αναφέρετε ότι παραχωρήθηκε στην τότε Επισκοπή. Η Επισκοπή της Καλαμπάκας έχει ζωή 1000 χρόνια να ξέρετε είναι πριν από το 1000 μ.Χ. και το είπα και εδώ τώρα εκείνος που παραχώρησε το Χειλιμόδι ήταν ένας αμφιλεγόμενος αξιωματούχος της βυζαντινής αυτοκρατορίας ο Μιχαήλ ο Μονομάχος, ήταν φίλος της βασιλικής οικογενείας των Παλαιολόγων, των πρώτων Παλαιολόγων γι’ αυτό και αμέσως μετά όταν πια ήρθαν στον θρόνο οι Κατακουζηνοί όχι απλά τον εξεδίωξαν αλλά εξαφανίστηκε από την Θεσσαλία. Ήταν η κεφαλή της Θεσσαλίας, είχε αξίωμα μεγάλο γι’ αυτό και παραχωρούσε όπως έχω υπόψιν μου και γράφω σε άλλο βιβλίο ότι εδώ ήρθαν τούρκοι, φανταστείτε τι επικρατούσε και επειδή φιλοξένησαν πολύ καλά του Τούρκους που είχαν κληθεί δεν ήταν τότε σπάνιο φαινόμενο οι ρωμιοί, οι Έλληνες τούρκους για να τους ενισχύσουν εναντίον των ενετών. Τότε πολλοί έλεγαν καλύτερα σαρίκι παρά κουκούλα ενετική. Εκείνοι επειδή του καλοφέρθηκαν τους τούρκους τι θέλετε κτήματα θέλετε; Πάρτε αυτά, ότι βλέπετε μπροστά σας πάρτε τα όλα όχι τους κατοίκους γι’ αυτό και πιστεύω ότι, ειπώθηκε και εδώ λίγο αυτά τα ευαγή ιδρύματα μεταξύ των οποίων είναι και η εκκλησία απέκτησαν τεράστια περιουσία όχι μόνο με δωρεές αλλά με τον τρόπο της επινομής νομικός όρος που σήμαινε ότι σας το δίνω το χωράφι με μειωμένη τιμή για να μην μου το πάρουν εμένα οι τούρκοι όμως έδινε το δικαίωμα ο νόμος άμα το χρειαστώ και σας δώσω τα χρήματα μαζί με τους τόκους να το δώσετε πάλι το είχα το δικαίωμα αυτό. Επειδή όμως ποτέ δεν συγκέντρωναν τα χρήματα για να το πάρουν όλα αυτά τα κτήματα έγιναν βακούφια γι’ αυτό αυξήθηκε πολύ η περιουσία τους.

Περίληψη
Η μαρτυρία του κ. Τσαγκρασούλη φωτίζει την κοινωνική αναταραχή του 1925 στο Καστράκι Καλαμπάκας. Οι κάτοικοι, πιεσμένοι από τις αγγαρείες και τις απαιτήσεις των τσιφλικάδων, κατέλαβαν τα χωράφια για να τα καλλιεργήσουν. Το ζήτημα των «βακουφιών» (πρώην οθωμανικών κτημάτων που είχαν περάσει στο κράτος ή σε ιδιώτες) αποτέλεσε τον πυρήνα της διαμάχης. Η σύγκρουση κορυφώθηκε με την κινητοποίηση αγροτών από όλο τον νομό Τρικάλων και με διαμαρτυρία στα Τρίκαλα, υπό τον φόβο στρατιωτικής καταστολής. Το γεγονός εντάσσεται στο ευρύτερο αγροτικό ζήτημα της Θεσσαλίας και την πάλη ενάντια στα απομεινάρια του τσιφλικικού συστήματος.
Αφηγητές/τριες
Θέματα
Χρονολογίες
Ετικέτες
Τοποθεσίες
Ημερομηνία Συνέντευξης
Διάρκεια
wpChatIcon
wpChatIcon
Search
Close this search box.
Search
Search
Close this search box.
Search
Close this search box.
Search
Close this search box.